Radical30 World
Κάνετε κλικ σε μια φωτογραφία του Τίτλου ή στη λέξη Φόρουμ για να δείτε τα θέματα μας.

Εγγραφείτε στο φόρουμ, είναι εύκολο και γρήγορο

Radical30 World
Κάνετε κλικ σε μια φωτογραφία του Τίτλου ή στη λέξη Φόρουμ για να δείτε τα θέματα μας.
Radical30 World
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
Σύνδεση

Έχω ξεχάσει τον κωδικό μου

Πρόσφατα Θέματα
» 5 Μαρτίου 1943: Η μεγαλύτερη νίκη της Αντίστασης.
ΚΩΣΤΑΣ Β. (μέρος 2ο) EmptyΚυρ 06 Μαρ 2016, 12:59 από radical30

» Forsaken-2015 ******
ΚΩΣΤΑΣ Β. (μέρος 2ο) EmptyΔευ 22 Φεβ 2016, 10:13 από radical30

» The First Grader *******
ΚΩΣΤΑΣ Β. (μέρος 2ο) EmptyΔευ 08 Φεβ 2016, 13:05 από radical30

» Περί των "Κοινών Αγαθών"
ΚΩΣΤΑΣ Β. (μέρος 2ο) EmptyΠαρ 05 Φεβ 2016, 02:20 από radical30

» Ο δικός μου "χιονάνθρωπος"
ΚΩΣΤΑΣ Β. (μέρος 2ο) EmptyΤετ 03 Φεβ 2016, 06:11 από radical30

» Δημήτρης Βαρδαβάς
ΚΩΣΤΑΣ Β. (μέρος 2ο) EmptyΤετ 03 Φεβ 2016, 04:52 από radical30

» Η "Νονά"
ΚΩΣΤΑΣ Β. (μέρος 2ο) EmptyΣαβ 23 Ιαν 2016, 06:11 από radical30

Νοέμβριος 2024
ΔευΤριΤετΠεμΠαρΣαβΚυρ
    123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930 

Ημερολόγιο Ημερολόγιο

Ψηφοφορία
Τροφοδοσία RSS


Yahoo! 
MSN 
AOL 
Netvibes 
Bloglines 


Παρόντες χρήστες
36 χρήστες είναι συνδεδεμένοι αυτήν την στιγμή:: 0 μέλη, 0 μη ορατοί και 36 επισκέπτες

Κανένας

Περισσότεροι χρήστες υπό σύνδεση 400, στις Τρι 22 Οκτ 2024, 21:40

ΚΩΣΤΑΣ Β. (μέρος 2ο)

Πήγαινε κάτω

ΚΩΣΤΑΣ Β. (μέρος 2ο) Empty ΚΩΣΤΑΣ Β. (μέρος 2ο)

Δημοσίευση  radical30 Δευ 28 Ιουλ 2014, 09:14

....... Η Διδώ, μπήκε στο χώρο φουριόζα και χαμογελαστή. Πλησίασε, σηκώθηκα, την χαιρέτησα και της ζήτησα να καθίσει. Όταν τη ξανακοίταξα το χαμόγελο είχε χαθεί. « Γιατί αυτό το ύφος Μ.;» με ρώτησε αμήχανα.

Δεν ήξερα ποιο ήταν το ύφος μου, γιατί σίγουρα δεν ήταν προμελετημένο και κάτι τέτοιο πρέπει να της απάντησα. Έτσι, πάντως, έγιναν τα πράγματα και ο Μ. ξαναβρέθηκε στο στοιχείο του, χωρίς καν να προσπαθήσει. Την έπιασα απ’ τα μούτρα:

« Κοίτα κορίτσι μου… Και οι δυο σας είσαστε μεγαλύτεροι από μένα, αλλά είναι φανερό ότι και οι δυο σας κάτι μου ζητάτε. Χθες είδα ένα ‘‘νεκρό" Κωστή και σήμερα βλέπω μια ’‘άνετη’’ Διδώ. Λοιπόν, ξεκίνα! Θέλω να ακούσω όλη την αλήθεια. Γεγονότα, πράγματα που μόνο εσύ ξέρεις. Ό Κώστας, όχι μόνο δεν ξέρει την αλήθεια, αλλά δεν πρέπει και να την μάθει, νομίζω. Αν θέλεις άρχισε από το τι ζητάς».

Φαίνεται, ότι ο τρόπος μου της άρεσε, την ελευθέρωσε.

« Πράγματι, εγώ μόνο ξέρω την αλήθεια και ο Κώστας δεν είναι ανάγκη να την μάθει. Μόνο κακό θα του κάνει, όπως είπες», έτσι ξεκίνησε η Διδώ. Είχε ανακτήσει την ψυχραιμία της. Αυτό την έκανε να νοιώσει πιο άνετα και να φανεί ειλικρινής μέχρι κυνικότητας.

« Τον ‘‘τάδε’’ τον γνώρισα πολύ μικρή. Τον ερωτεύθηκα παράφορα και αυτός μ’ έκανε γυναίκα. Ήταν και είναι ακόμη, στο ‘’κόρο’’ της Λυρικής Σκηνής. Είναι τώρα στα 33 του και είναι γεννημένος εραστής. Σύντομα με έβαλε για τα καλά στο κόλπο και άρχισα να του συστήνω όλες τις φίλες μου, που έκαναν κι αυτές σαν τρελές μαζί του. Στην αρχή αυτό με ενοχλούσε. Σε λίγο καιρό δεν είχα άλλη επιλογή, γιατί έβλεπα ότι θα τον έχανα εύκολα, αν τον πίεζα. Φτάσαμε και σε ‘’τριολέ’’, φέρνοντάς του αρχικά τη Ναταλία που είναι και ‘’δική’’ μου, και έτσι το γλένταγα κι εγώ και αυτοί».

Όσο την άκουγα, χανόμουν κάπως στις φαντασιώσεις του παιχνιδιάρικου μυαλού μου. Ήταν όμορφη γυναίκα, όχι κοπέλα, ούτε παιδί. Σέξι και πολύ επιθυμητή. Μου άρεσε από την αρχή, ήξερα ήδη ότι θα την "έπαιρνα" αν το επεδίωκα και τώρα, είχε κατορθώσει να με ‘’ταρακουνήσει’’ με όλα αυτά.
Προφανώς διάβασε τις σκέψεις μου και διακόπτοντας, έπιασε το χέρι μου, με κοίταξε κατάματα και είπε:
« Θέλεις να το αφήσουμε για αύριο; Θα πω στον Κώστα ότι δεν μπόρεσα να κατέβω. Είναι πράγματι άχαρη συζήτηση. Τι λες;»

Ευτυχώς! Μου χρειαζόταν αυτή η δόση κυνισμού για να συνέλθω… και συνήλθα.
« Όχι, κορίτσι μου. Ό Κώστας περιμένει, ζητάει ‘’αίμα’’ και θέλω να ξέρω αν αξίζεις τον ‘’κόπο’’, για κάτι τέτοιο. Θέλω να μάθω τι είναι ο Κώστας για σένα, όχι πως και με ποιές σε πηδάει ο μάγκας, που δεν μου έχεις πει και τα’ όνομά του».

Η Διδώ έκανε ένα ελαφρύ μορφασμό δυσαρέσκειας και συνέχισε:

« Ούτε κι’ εγώ θέλω να μιλάω γι’ αυτόν, αλλά εσύ ζήτησες την αλήθεια και όλα αυτά είναι μέρος της. Λοιπόν, κάποια στιγμή έμεινα έγκυος, το ρίξαμε βέβαια, αλλά μετά απ’ αυτό, όλα χάλασαν για μένα. Και έχοντας γνωρίσει στο μεταξύ τον Κώστα, του ζήτησα να χωρίσουμε. Δεν το πίστεψε αρχικά, αλλά όταν είδε ότι δεν απαντούσα στα τηλεφωνήματα του, με παρακολούθησε, είδε τον Κώστα και κατάλαβε τι τρέχει. Πριν από χθες, με είχε συναντήσει πάλι και με είχε απειλήσει ότι, αν δεν πήγαινα μαζί του όποτε το ζητούσε, θα μάθαινε ο θείος μου για την έκτρωση και όλα τα άλλα. Επειδή τον έχω ικανό για τα πάντα, του ζήτησα να μη το ‘’παρακάνει’’ για να μη μου χαλάσει αυτή τη όμορφη σχέση. Πέρασαν μερικές μέρες σιωπής και ξαφνικά χθες τον βρήκα μπροστά μου, εκεί που περίμενα τον Κώστα από στιγμή σε στιγμή. Τον παρακάλεσα να φύγει, πριν έρθει [οΚώστας] και θα του τηλεφωνούσα μετά, για να βρεθούμε. Επέμενε να φύγουμε αμέσως, να μη δω τον Κώστα και ας τον έβλεπα μετά. Ίσως να είχα δεχθεί, αλλά δεν πρόλαβα. Ήλθε ο Κώστας και έγιναν όσα έγιναν. Αυτή είναι όλη η αλήθεια και θέλω να με πιστέψεις».

Είχα ερωτήσεις, αλλά ήταν λεπτομέρειες. Πίστεψα τότε και το πιστεύω και σήμερα, ότι ήταν ειλικρινής, ως προς τα γεγονότα. Και μου το επιβεβαίωνε με τον κυνισμό της. Τι άλλο να κρύψει; Άν έκρυβε κάτι, αυτό ήταν αδιάφορο για μένα, αφορούσε τα συναισθήματά της για τον Κώστα. Δεν είμουν εξομολογητής.

Όχι, δεν αγαπούσε τον Κώστα! Εκείνος ναι. Για την Διδώ, ήταν μια φυγή από ένα αδιέξοδο παρελθόν. 'Ηταν έτοιμή να φύγει με τον άλλο, μου το είπε, θα τον έστηνε τον Κώστα αλλά δεν πρόλαβε. Και θα έπαιζε στη συνέχεια σε δύο ταμπλό, θέλοντας ή και μη θέλοντας, μέχρι εκεί που θα την έπαιρνε, όσο μπορούσε.

Αν δεν είχε πέσει η ‘’φάπα’’, ίσως και να τον είχε τουμπάρει. Ο Κώστας ήταν έτοιμος να ‘’φάει’’ οτιδήποτε, ήταν ερωτευμένος φόλα και εκείνη το ήξερε καλά αυτό. Όλα αυτά δεν ήταν μόνο οι σκέψεις μου, ήταν και η απάντησή μου στην ίδια, στα όσα είχε μόλις περιγράψει. Θα ήμουν ο τελευταίος που θα έβαζε το θέμα σε επίπεδο ηθικής, πίστης και άλλα τέτοια. Η πίστη στον έρωτα ήταν για τον Μ. άγνωστη λέξη, τότε….

« Ξέρω τι θα πω στον Κώστα, μην ανησυχείς. Θα κάνουμε ένα πλάνο και θα σ’ ενημερώσουμε. Είσαι μαζί μας φαντάζομαι και έτσι θα μείνει. Αν όχι, πες εσύ τι ζητάς. Αυτό δεν σου ζήτησα από την αρχή;»
Με κοίταξε στα μάτια, έπιασε το χέρι μου και το έσφιξε, λέγοντας μου:
« Μ. σ’ ευχαριστώ. Είσαι καλός φίλος. Δεν περίμενα ότι θα ήσουν τόσο ώριμος και λογικός.»

Ούτε κι’ εγώ το περίμενα. Και να που πράγματι, ‘’το αγώι ξυπνά τον αγωγιάτη’’, όπως έλεγε τακτικά η μητέρα μου.

Έτσι γρήγορα τέλειωσε εκείνη η συνάντηση. Πρώτη έφυγε η Διδώ. Βλέποντάς την να προχωράει προς την έξοδο, δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ ότι έβλεπα μια άλλη, μια διαφορετική γυναίκα. Ο έμφυτος αέρας και το έντονα γυναικείο βάδισμα που την χαρακτήριζε, είχε χαθεί εκείνη την ώρα. Αυτό που έβλεπα, ήταν ένα τρομαγμένο νεαρό κορίτσι, που σχεδόν έτρεχε να κρυφτεί, να εξαφανιστεί, ίσως και να κλάψει...

(η προσγείωση)

Έμεινα εκεί στο τραπέζι αμήχανος και γέμισα για τρίτη ή τέταρτη φορά το άδειο ποτήρι μου, από το μπουκάλι κρασιού που βρισκόταν μπροστά μου, σχεδόν ανέπαφο. Και τότε πρόσεξα το δικό της ποτήρι: δεν το είχε αγγίξει καν. Ασυναίσθητα το άρπαξα και το κατέβασα μονορούφι. Η αχαλίνωτη φαντασία μου, με έκανε να πιστέψω ότι είχε τη γεύση νερομένου από δάκρυα, αίματος.

Μου ήταν αδύνατο να φύγω, αλλά και ανήμπορος να σκεφτώ οργανωμένα. Είχα έρθει εδώ φτιαγμένος από τις σκέψεις μου και από την εικόνα του ‘’ψυχικά νεκρού’’ φίλου μου. Έτοιμος να κρίνω, να πληγώσω τη Διδώ…. Τώρα που το είχα, εν μέρει, κατορθώσει αισθανόμουν πολύ άσχημα. Αυτό το έντονο αίσθημα δικαιοσύνης, που με χαρακτήριζε από μικρό παιδί, μου τριβέλιζε το μυαλό.

Τι είχα κατορθώσει; Εντάξει, είχα μάθει την ‘’αλήθεια’’, αν υπάρχει κάτι απόλυτα τέτοιο στη ζωή. Τώρα όμως έπρεπε και να την διαχειριστώ… Ο Κώστας, ήμουν σίγουρος, με περίμενε με αγωνία να μάθει. Αλλά εκείνον δεν τον ενδιέφερε η αλήθεια. Εκείνος περίμενε από μένα στοιχεία, για να προχωρήσουμε στο στόχο του: μια τυφλή εκδίκηση, περισσότερο για το χαστούκι και τον πληγωμένο του εγωισμό. Τη λέξη αντίδραση δεν νομίζω να τη σκέφτηκε...

Από τη στιγμή που δεν επρόκειτο να του αναφέρω περί Ναταλίας, παρτούζες, κ.λπ. [που θα τον πλήγωναν ακόμα περισσότερο], όλα τα άλλα τα ήξερε ήδη, μου τα είχε πει χθες βράδυ. Δεν μου άρεσε καθόλου ο ρόλος μου….

Και η Διδώ; Στα μάτια μου, στον τρόπο σκέψης και δράσης μου, ταίριαζαν πολλά από τον χαρακτήρα της. Γυναίκα εκείνη, όμως φέρθηκε πιο αντρίκια από τον Κώστα. Πήρε, δέχτηκε, όλες τις ευθύνες για τα όποια λάθη της, έστω με κυνικότητα. Αν ήμουν κάποιος άλλος, ίσως και να με είχε φέρει τούμπα. Όταν βρήκε έδαφος προσπάθησε να το κάνει, άλλο αν δεν μπόρεσε, όπως αντέδρασα. Αλλά την καταλάβαινα, την κατανοούσα, έμπαινα στη θέση της. Στη θέση του Κώστα δεν έμπαινα με τίποτα…

Εκείνον τον ‘‘πόνεσε’’, κυρίως, η σφαλιάρα… Αν δεν υπήρχε η σφαλιάρα, θα είχαν φύγει μαζί, θα του είχε αυτά που και τώρα τού είπε, και όλα μέλι γάλα… Το χαστούκι, που δεν βρήκε το θάρρος να ανταποδώσει, τον μάρανε. Και τώρα υπόσχονταν ‘’λύτρα θανάτου’’. Την ώρα εκείνη δεν τόλμησε να κάνει τίποτα…

Μπερδεμένος, κουρασμένος ψυχικά και χωρίς απαντήσεις, για όλα αυτά που σκεπτόμουν, βγήκα στο δρόμο, στη παραλιακή και περίμενα κάποιο ταξί [πειρατικό] να με πάρει. Το κρύο μου έκανε καλό γιατί με ανάγκασε να σκεφτώ κάτι και για τον εαυτό μου...Μέσα στο ταξί, αποφάσισα ότι θα ήταν καλύτερα να αποφύγω μια άμεση συνάντηση με τον Κώστα. Σκέφτηκα να πάω καλύτερα στο καφενείο και να ξεδώσω κάπως με τα παιδιά, που δεν τα είχα δει και χθες, λόγω Κώστα. Να τηλεφωνούσα και στον Κώστα, να μη με περιμένει. Η βασική ιδέα ήταν: άστο για αύριο…..
[Ξέχασα να αναφέρω ότι, φεύγοντας η Διδώ, μου είχε δώσει το τηλέφωνό του σπιτιού, αν την χρειαζόμουν].

Φτάνοντας στο καφενείο, η πρώτη μου σκέψη μετά τις χαιρετούρες, ήταν να πάρω τον Κώστα. Μου απάντησε η μητέρα του και μου είπε ότι ο Κώστας είχε κατέβει πολύ νωρίτερα. Θα ήταν με τη Διδώ, όπως της είπε…. Έμεινα πράγματι άφωνος! Γιατί να πει ψέματα στη μητέρα του, πως θα ήταν με τη Διδώ; Και που ήταν τώρα; Τα πήρα άσχημα.

Τα έβαλα με τον εαυτό μου, ως συνήθως. Αυτόν έκρινα πάντα αυστηρά. Τι βλάκας που ήμουν…! Εδώ και ώρες, σκεπτόμουν συνεχώς πώς να μη τον πικράνω και τι θα του πω, αν τον δω. Και πάνω απ’ όλα την αγωνία του, περιμένοντας να μάθει από τον φίλο του αυτά που τον έκαιγαν….

Ήταν από τις λίγες φορές που μέθυσα! Στο υπόγειο του καφενείου, ήταν το ταβερνάκι της Αγγελικής. . Εκεί πήγαμε με τα παιδιά και κατεβάσαμε μπόλικες μισές [οκάδες]. Θέλησα να ξεδώσω πίνοντας, αλλά τα πληγωμένα και φορτισμένα συναισθήματά μου, με πρόδωσαν. Χρειάστηκα τη βοήθειά τους για να φθάσω σπίτι μου και να πέσω, ντυμένος, σ’ ένα ύπνο-εφιάλτη.

Όταν ξύπνησα, αργά το μεσημέρι της επομένης, όλες οι σκέψεις είχαν εξαφανιστεί. Ώρες μετά, στο καφενείο πια, και έχοντας πιει δυο καφέδες σκέτους [τούρκικους], άρχισα να συνθέτω στο μυαλό μου το παζλ. Έμεινα στην ουσία. Πάλι έπρεπε να βρω τον Κώστα. Αλλά έχοντας συναντηθεί, εκείνος με τη Διδώ χθες βράδυ, ποιος ξέρει τι είχαν πει, τι του είχε πει μάλλον, εκείνη… Χθες την είχα κρίνει σαν ειλικρινή, προς εμένα. Και δεν πίστευα, μέσα μου, ότι εκείνη επεδίωξε να τον βρει. Εκείνος μάλλον, θα την πήρε. Γιατί, όμως, προτίμησε να συναντήσει τη Διδώ, χωρίς να έχει μιλήσει με μένα; Που πήγε όλη εκείνη η αγωνία του, που μ’ έκανε να ‘αρρωστήσω’ χθες βράδυ; Κατέληξα, χωρίς σιγουριά, ότι μίλησε για άλλη μια φορά το ‘’κάτω κεφάλι’’. Πάντως, δεν έκρινα εξ ιδίων…

(η επαναφορά)

Αποφάσισα να εφαρμόσω το κόλπο νο 2: Χέστους..!! [σημ.: το κόλπο ισχύει διαχρονικά και το συστήνω..] Έχοντας εφαρμόσει το κόλπο 2, θέλησα να συνεχίσω τη μέρα μου ακολουθώντας το άλλο, το νο 3: ‘Έξω ντέρτια και καημοί’. Αυτό ήταν στα top, αλλά όχι πια. Τότε, ήταν! Και είχα αποκτήσει ειδικότητα στην εφαρμογή του: «όσα πήγαν φύγανε, πάμε για άλλα».

Στο καφενείο ξαναπάτησα μετά από 2-3 μέρες. Ούτε είδα, ούτε άκουσα, από τη Βαβέλ. Μάλιστα μου βγήκε και σε καλό, γιατί η ρέντα του Κώστα καλά κρατούσε. Πίσω, στο καφενείο, όλα ομαλά. Τα παιδιά ούτε που με ρώτησαν κάτι, γιατί δεν ήταν ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά. Ήταν θέμα στυλ για μένα, το λεγόμενο ‘’εξαφανιζόλ’’.

Βέβαια, εγώ τους ρώτησα τι τρέχει, αλλά με sik. Όλα ήσυχα, ο Κώστας σε ζήτησε 2-3 φορές στο τηλέφωνο, αλλά δεν ξέραμε τίποτα να του πούμε. Όχι, δεν έδειχνε ανήσυχος, με τα μαθήματά του τρέχει. Και τη Διδώ, συμπλήρωσα εγώ, και σκάσαμε στα γέλια… Όμως δεν μ’ άρεσε να παραμυθιάζω τον εαυτό μου. Ήξερα ότι υπήρχε ένα καζάνι που έβραζε. Αλλά δεν του τηλεφώνησα, είχα ‘‘κρυώσει’’ αρκετά. Στη χαρτοπαικτική, αυτό λέγεται ‘‘ντούκου’’.

Νωρίτερα από τον Κώστα, έσκασε μύτη η Διδώ. « Έλα βρε παιδί μου, που χάθηκες; Ο Κώστας ανησύχησε..Πρέπει να μιλήσουμε πριν τον δεις… Τώρα είναι στη Σχολή. Να κατέβω εγώ; μπορώ και τώρα ακόμα…»

Είχα ‘’αδειάσει’’ τελείως και με τους δυο. Το κατάλαβα καλά, όση ώρα μου μιλούσε. Έτσι, της απάντησα στα ίσια:

« Επειδή θέλω να τελειώνω ό,τι αρχίζω με το δικό μου τρόπο, συνενοήσου με τον Κώστα να βρεθούμε και οι τρεις. Εγώ δεν πρόκειται να σε εκθέσω ποτέ και σε κανένα, δεν σου έδωσα λόγους για ν’ αμφιβάλεις. Περιμένω τηλεφώνημα. Άντε, γεια..» και κατέβασα το ακουστικό….

Δεν μου άρεσε καθόλου η στάση μου σ` αυτή τη φάση. Κάκισα τον Μ. για τη σκληρότητα που έδειξε μόλις πριν λίγο. Είχα μείνει με μια πικράδα στο στόμα και με το ‘’διαβολάκι των τύψεων’’ να με σουβλίζει ξανά. Όμως το αίσθημα αυτοσυντήρησης υπήρχε μέσα μου και δούλεψε εξ ενστίκτου. Για πρώτη φορά έμπλεκα σε κάτι που δεν ήταν δική μου επιλογή, αλλά και δεν με αφορούσε. Ένιωθα ότι, ο Κώστας αρχικά, αλλά τώρα και η Διδώ, μου καθόριζαν ένα ρόλο που δεν μου ταίριαζε και εγώ έπρεπε να αντιδράσω, να φέρω τα πράγματα στα ίσια.

Πόσο φίλος μπορεί να αισθάνεται κανείς με ανθρώπους που τον χωρίζουν χιλιόμετρα διαφορετικού τρόπου σκέψης και νοοτροπίας; Η δική μου παρέα, οι αληθινοί μου φίλοι, ήταν σωστοί σε όλα και καμάρωνα γι’ αυτούς. Και αυτοί για μένα. Παρ’ όλο που ξεκάθαρα δεν ενέκριναν την ‘‘δεύτερη’’ ζωή που βίωνα χωρίς αυτούς… Εκείνοι, ακούγοντας διάφορα που λέγονταν για μένα –πάντα πίσω από την πλάτη μου- ποτέ δεν με ρώτησαν οτιδήποτε. Μόνο έμμεσα, αλλά συχνά πυκνά, καυτηρίαζαν πράξεις και εξαρτήσεις σαν τις δικές μου, σχεδόν φωτογραφικά.

Μέχρι σήμερα θυμάμαι τη μια και μοναδική ‘’αιχμή’’, από το στόμα του μεγαλύτερου, του Σ., ενώπιον όλης της παρέας. Μόλις είχαμε ολοκληρώσει την ανάγνωση [χωριστά] ενός θαυμάσιου διηγήματος και με το βιβλίο στα χέρια μου [ήμουν πάντα ο τελευταίος], είχαμε μαζευτεί απόμερα στη δική μας γωνιά της "βαβέλ", για την συνήθη ανάλυση. Επρόκειτο για την ‘’Επικίνδυνη Συμπόνια’’ του Στέφαν Τσβάιχ . Συνεπαρμένος εγώ από το περιεχόμενο και τα μηνύματα του βιβλίου, πήρα πρώτος το λόγο –για πρώτη φορά πρώτος- και μίλησα με πάθος και ένταση για τα νοήματά του:

Φιλία και κατανόηση, αγάπη και έρωτας, πάθος, συμπόνια, θυσία, ευγένεια ψυχής, προσφορά, ιδανικά, μπέσα, τιμή...και δεν έλεγα να σταματήσω… Κάποια στιγμή με διακόπτει ευγενικά ο Σ. λέγοντας, γενικά προς όλους μας:
« Τελικά, ο μεγάλος αντίπαλος, ο μοναδικός εχθρός του Μ., είναι ο ίδιος του ο εαυτός… Αχ! Δεν ξέρεις πόσο άδικα και άσκοπα ξοδεύεις την ψυχή σου…. Μακάρι να το καταλάβεις πριν είναι αργά. Είσαι μόλις στα 20, προκάμεις μια χαρά..»
.
Αυτοί ήταν οι φίλοι μου και σ’ αυτούς προσέτρεξα [για πρώτη φορά] ψάχνοντας για τη σωστή λύση σε κάτι που έμοιαζε με αδιέξοδο, που με βασάνιζε. Με εκείνα τα λόγια του Σ., μόλις λίγους μήνες πριν στο μυαλό και τα νοήματα της ‘’Επικίνδυνης Συμπόνιας’’ στη ψυχούλα μου, ζήτησα την βοήθεια και τη πικρή, γεμάτη αδικίες, πείρα της ζωής τους. Ο Κώστας ήταν αγαπητός και σ’ αυτούς, όμως δεν ήταν και δεν θα μπορούσε να ήταν, δικός τους. Ούτε ήταν γνώστες του τι έτρεχε εκείνες τις ώρες… Ούτε είχαν μάθει τις μύχιες σκέψεις του. Και ούτε είχαν δεχθεί τη ‘‘μαχαιριά’’ της γαλαντομίας του, που με κρατούσε δέσμιο για κάποιου είδους ανταπόδοση.

Το βράδυ, όταν πια μαζευτήκαμε στο καφενείο, τους είπα ότι ήθελα τη βοήθειά τους σε κάτι σοβαρό για μένα. Κατεβήκαμε στου υπόγειο της Αγγελικής για μεζέ και κρασάκι. Αυτοί, για πάμπολλους λόγους, δεν σύχναζαν σε κουτούκια και ταβέρνες, ούτε ξενυχτούσαν ‘’άσκοπα’’. Το ξενύχτι, τους θύμιζε άσχημα βιώματα, τους παρέπεμπε στα υποχρεωτικά ξενύχτια - τιμωρίες της πολύ πρόσφατης, [σχεδόν τρίχρονης], φυλακής τους, στη Μακρόνησο. Και δεν τους περίσσευαν και τα φράγκα…

Με όσο γινόταν σαφή αλλά και λιγόλογο τρόπο, τους περιέγραψα το σκηνικό, ξαναπεριέγραψα τα πρόσωπα του Κώστα και της Διδώ, από τη δική μου σκοπιά [τους είχαν, κατά κάποιο τρόπο, γνωρίσει κι εκείνοι πια] και έβαλα το πρόβλημα: Πώς θα μπορούσα, με ποια κίνηση, θα γινόταν να βγάλω από πάνω μου αυτό το σαράκι της υποχρέωσης, που ένοιωθα απέναντι στον Κώστα;;; Από την αρχή διαφώνησαν με την ‘’ηθική υποχρέωση’’.

« Εκείνος σε πλησίασε, μας τα έχεις πει από τότε. Δανείστηκες λεφτά και τον έψαχνες μέρες να τα επιστρέψεις. Λεφτά που δεν τα είχε βγάλει με δικό του κόπο και ούτε του έλειψαν. Ανήκετε στον ίδιο κόσμο, ουσιαστικά. Ίσως δίνετε μεγάλη σημασία στο χρήμα γιατί το διαθέτετε. Η μόνη σου δέσμευση που μπορούμε να δεχθούμε, είναι και πρέπει να είναι, πόσο φίλο σου τον αισθάνεσαι και τι είσαι έτοιμος να κάνεις ανάλογα γι΄ αυτόν… Για τη Διδώ δεν το συζητάμε. Είναι πρόβλημα του Κώστα, όχι δικό σου».

Δεν πρόλαβα να πω κουβέντα και ο Σ. ολοκλήρωσε:
« Είπα προηγούμενα κάτι που σε αδίκησε… Όχι, το παίρνω πίσω, δεν ανήκετε στον ίδιο κόσμο. Εσύ, ο Μ., είσαι δικός μας, είσαι πρώτα απ’ όλα δικό μας παιδί. Ξέρω τι λέω, το λέμε όλοι μας, και οι τρεις. Ή όχι;», είπε, κοιτάζοντας τα δυο άλλα παιδιά…

Σήμερα, τώρα που γράφονται τα παραπάνω, τα μάτια μου είναι γεμάτα δάκρυα ευγνωμοσύνης και περιφάνειας. Εκείνο το βράδυ ο Σ. και τα άλλα παιδιά, με γέμισαν χαρά και μου πρόσφεραν τη ανακούφιση που έψαχνα. Την άλλη μέρα τηλεφώνησε ο Κώστας. Οι πρώτες του κουβέντες ήταν:

« Ετοιμάσου… πάμε ναυτικό! Σήμερα έλαβα το ειδοποιητήριο για να περάσω περιοδεύον τον άλλο μήνα. Σίγουρα θα το λάβεις και συ. Τέλειωσαν τα ψέματα…»
Σε μένα δεν ακούστηκε και τόσο ευχάριστο νέο. Σιγά…Και συνέχισε:
« Προτείνω να βρεθούμε κατά τις εννιά στο σπίτι μου. Η μητέρα μου θα φύγει κατά τις δέκα, είναι μέρα χαρτιών για εκείνη. Αλλά θέλω να της γνωρίσω τη Διδώ. Τι λες;»

Είπα αμέσως το ναι. Ήθελα να τελειώσει αυτό το θέμα. Δεν προβληματίστηκα καθόλου μέχρι την ώρα που πήγα στο σπίτι του. Μου άνοιξε η μητέρα του με ένα χαμόγελο μέχρι τα’ αυτιά. Νύφη στυλ Διδώς, ήταν δώρο θεού για κάθε μάνα, στο στυλ της μητέρας Κώστα. Με το χαμόγελο μπήκα κι’ εγώ, με το χαμόγελο με δέχθηκε το ζευγάρι, ήταν ότι έπρεπε… Καμιά ένταση. Πέρασε η ώρα με συζήτηση, κεράσματα κλπ., χωρίς όμως επισημότητες. Μετά μείναμε οι τρεις. Κοιταχθήκαμε λίγο αμήχανα και ο Κώστας τα σκάτωσε κάνοντας μπλακ χιούμορ’: « Τι έγινε; Που θα τον θάψουμε, σκέφτηκες τίποτα;»
Παραδόξως αρπάχτηκα! Δεν μου άρεσε ο ‘’αέρας αφεντικού’’ που νόμισα (Wink ότι έβγαζαν τα λόγια του.
Άλλά η Διδώ έβγαλε τα κάστανα απ’ τη φωτιά, ξεκαθαρίζοντας:

« Τι είναι αυτά Κώστα! Θα πιστέψει ο Μ. ότι κάτι τέτοιο συμφωνήσαμε!» Ηρέμησα, αλλά και βοηθήθηκα:
« Δεν ξέρω τι συμφωνήσατε και τι όχι. Όμως είναι η ώρα να συμφωνήσουμε τώρα όλοι μαζί. Λοιπόν σ’ ακούω Κώστα.. Εγώ από τη Διδώ δεν άκουσα κάτι που δεν μου είχες πει εσύ ήδη. Εσείς έχετε μιλήσει έκτοτε, εμείς όχι, άρα δεν ξέρω που πάει το πράγμα. Για τάφους δεν μιλάμε, αλλά και ο ‘‘οδόντας αντί οδόντα’’δεν πάει άσχημα. Ακούω….»

Συμφωνήσαμε, πήρα τις πληροφορίες που ήθελα και θα ξαναμιλούσαμε, μόλις είμαστε έτοιμοι….Το σχέδιο ήταν: να κλείσει η Διδώ ένα ραντεβού με το ‘’μάγκα’’ κάπου απόμερα και να πέσει ένα γερό ‘’περντάχι’’, τέτοιο που να μη το ξεχάσει ποτέ. Εγώ, ανέλαβα να οργανώσω το ‘‘πλήρωμα’’. Ο Κώστας ζήτησε να είναι παρόν, η Διδώ δεν θα πήγαινε στο ραντεβού και εμείς θα είμαστε εκεί για την κατάλληλη ‘‘υποδοχή’’.

Δεν θα γράψω τίποτα παραπάνω. Οι λεπτομέρειες θα κουράσουν αλλά και θα σοκάρουν πιθανόν. Θα πω μόνο τα εξής:
α) Το σχέδιο δούλεψε στο βασικό στόχο.
β) Η Διδώ δεν ενοχλήθηκε ξανά από το ‘’τύπο’’, τουλάχιστον όσο είχαμε επαφή.
γ) Το ‘’πλήρωμα’’ είχε σοβαρό ατύχημα στο ‘’φευγιό’’, με τραυματισμό δικό μου και του Κώστα...
δ) Ο τύπος έβγαλε περίπου δύο μηνιάτικα στο νοσοκομείο…
ε) Και για μένα, υπήρξε μια ‘‘μαύρη’’ μέρα να θυμάμαι…μέχρι και σήμερα.

( τα απόνερα)

Ποτέ, έκτοτε, δεν είμαστε οι ίδιοι μεταξύ μας. Κάτι βάραινε τις σχέσεις μας. Για τον Κώστα και τη Διδώ, δεν μπορώ να το περιγράψω, εκείνοι ήξεραν. Πάντως, ήταν φανερό. Ίσως ήταν τύψεις, το βάρος της υποκρισίας, δεν ξέρω… Ξέρω όμως για μένα.

Το αρχικό μου πάγωμα, κυρίως με τον Κώστα, παρέμενε. Όμως, έχοντας ανταποδώσει αυτό που απλοϊκά νόμιζα ότι με βάραινε, την ‘’υποχρέωση’’ ας πούμε, δεν με κολάκευε στα ίδια μου τα μάτια. Σ’ ότι είχε συμβεί, ήμουν ο μόνος που δεν ένιωσε ‘’ίχνος’’ ικανοποίησης. Για πρώτη φορά κατέβαζα τα μάτια μου απέναντι στη συνείδησή μου. Γιατί δεν έβρισκα ίχνος λεβεντιάς σ΄αυτή τη πράξη μου.

Ο 20άρης τότε Μ., πίστευε πως η έννοια λεβεντιά ήταν σύμφυτη με τον νόημα της ‘‘παράξενης’’ ζωής του. Είτε ανθρώπινες σχέσεις αφορούσε, είτε ‘‘νιτερέσο’’, είτε σύγκρουση κάθε είδους, υπήρχε ένας απαράβατος κανόνας για τον Μ.: Πάντα στα ίσια, λεβέντικα, μούρη με μούρη...Και σ’ αυτό το σκηνικό, τα ‘’κόζια’’ δεν ταιριάζανε…. Όπως το βλέπω και σήμερα [στα 77 μου πια],πάλι καλά που έχω το θάρρος [ή θράσος;] να μη το καταχωνιάζω, να μη το εξορκίζω, αλλά να το αναφέρω, με έστω αίσθηση κάποας ντροπής.

Σχεδόν σύγχρονα, αραίωσαν και οι επισκέψεις του Κώστα, στη Βαβέλ. Το ποδόσφαιρο ήταν, πλέον, ο πιο δυνατός κρίκος στη σχέση μας. Εκείνος ήταν με τον Εθνικό, τον δεύτερο παραδοσιακά αντίπαλο του Ολυμπιακού. Και η αναχώρηση των φιλάθλων γινόταν από το καφενείο, παρέες-παρέες για το κάθε γήπεδο.

Για τη Διδώ μάθαινα από τον Κώστα. Πέρναγαν καλά και είχαν αρχίσει να σκέφτονται τον γάμο. Εκείνος έδειχνε ήρεμος και ευτυχισμένος. Με κάποιο τρόπο, πίστεψα ότι όλα αυτά που συνέβησαν είχαν ταράξειτα νερά της ψυχής του και είχαν βάλει το νερό στ’ αυλάκι. Μακάρι…..

(η μοίρα παίζει..}

Και εγώ είχα επιστρέψει στη σκανδαλιάρα ζωούλα μου. Απ’ αυτή την ιστορία είχε υπάρξει και κάτι θετικό: η σχέση με τους ‘‘τρεις σωματοφύλακες’’ ήταν πια άρρηκτη. Εκείνο το βράδυ, με τη συζήτηση στη ταβέρνα, υπήρξε καταλυτικό. Δικό τους μ’ είχαν αποκαλέσει και έτσι έμεινε. Στα θέματα πλέον τα καθημερινά, έπαψε να απουσιάζει η πολιτική επικαιρότητα. Τώρα όλοι μαζί [4] συζητούσαμε και μπροστά μου έκαναν κριτική στις πράξεις ή και τις παραλήψεις, του παράνομου τότε ΚΚΕ .

Θα πρέπει να είχαν περάσει τρεις, τέσσερις μήνες, όταν, αρχικά από τον Κώστα, άκουσα για κάποια προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Ουρία πολύ αυξημένη, μου είχε πει. Από τέτοια δεν σκάμπαζα, αλλά κι’ εκείνος δεν έδειξε ότι ήταν κάτι σοβαρό….. Και μετά από τη Διδώ.

Ζήτησε να συναντηθούμε θέλοντας τη βοήθειά μου και πάλι, αυτή τη φορά για το θέμα της υγείας του Κωστή. Ο Κώστας είχε μπει στο νοσοκομείο επειγόντως και τα νέα δεν ήταν καθόλου καλά. Όταν τον επισκέφθηκα στον Ευαγγελισμό, τρόμαξα! Το πρόσωπό του ήταν πρησμένο, σχεδόν διπλό. Τα πόδια του ''τύμπανο'' και τα χέρια, τα δάκτυλα το ίδιο. Τα χείλη του σκασμένα… στεγνά!

Σε μερικές μέρες, η Διδώ με ενημέρωσε ότι πλέον θα έβγαινε από το νοσοκομείο και θα έκανε την κούρα στο σπίτι, με τη στενή παρακολούθηση ιατρικής ομάδας. Ο θείος της, ο υπουργός, είχε βοηθήσει σ’ αυτό. ΄Ηταν φανερό πως τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα πια, για τον Κώστα. Στο σπίτι του τον επισκέφθηκα την ίδια μέρα που βγήκε. ΄Ηταν ωχρός, πρησμένος, πολύ καταβεβλημένος. Σχεδόν με παρακάλεσε να πηγαίνω καθημερινά να τον βλέπω.

Η Διδώ, είχε παρατήσει τελείως τα μαθήματά της στη Νομική και ήταν από το μεσημέρι μέχρι 7-8 το βράδυ εκεί, δίπλα του. Συμφωνήσαμε να τη σκατζάρω εγώ τα απογεύματα, για να μπορεί να ξεκουράζεται λίγο κι’ εκείνη, φεύγοντας νωρίτερα. Πάνω από ένα μήνα, αρχικά στο νοσοκομείο και τώρα στο σπίτι, ήταν εκεί, δίπλα του, μιλώντας του, δίνοντάς του κουράγιο, βοήθειες και αγάπη.

Το τελευταίο διάστημα, τα απογεύματα είχα πάρει το ρόλο της εγώ. Ο Κώστας είχε πρηστεί σε όλο του το σώμα. Τα πόδια του ήταν αναγκασμένος να τα κρατάει ανοικτά, γιατί τα γεννητικά του όργανα έμοιαζαν τεράστια σε όγκο από το πρήξιμο και τον ενοχλούσαν στο να ξεκουραστεί σε πλάγια στάση. Οι πόνοι του πρηξίματος ήταν συνεχείς και δυνατοί. Η μοναδική ανακούφιση για τους πόνους ήταν το μασάζ. Έντονο και επίπονο μασάζ, για να σπάσουν τα εκατομμύρια μπαλάκια θρόμβων του αίματος και να διαλυθούν για λίγο. Και πάνω που ανακουφίζονταν το ένα πόδι, ξανάρχιζε να πονάει το άλλο. Μια ζωή κόλαση για τον οποιονδήποτε.

Ο Κώστας στιγμές -στιγμές βογκούσε από τους πόνους. Όμως δε τον άκουσα ποτέ να τα βάζει με την ατυχία του, με το Θεό, με κάτι… Ένα συνεχές ευχαριστώ, ήταν τα λίγα λόγια που εύρισκε το κουράγιο να ξεστομίζει…. Εγώ απορούσα με τη καρτερικότητα και τη αντοχή του. Στη καρδιά μου είχαν ξαναγυρίσει όλα εκείνα τα τρυφερά συναισθήματα της αρχής της γνωριμίας μας.

Έβλεπα τον φίλο μου να ‘’φεύγει’’ και αυτή τη φορά κανενός είδους ‘’πλήρωμα’’ δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Τού ήμουν άχρηστος, λίγος, ανεπαρκής. Και τον θαύμαζα!! Ήταν ένα γερό μάθημα για μένα αυτή η ήρεμη δύναμη τού συνομήλικου φίλου μου. Και δεν τον είδα να κλάψει ποτέ..

Εκείνη όμως, που στο άδολο μυαλό μου είχε πάρει διαστάσεις ‘’αγίας’’ και ‘’αδελφής του
ελέους’’, ήταν η Διδώ. Τι ήταν αυτό που μεταμόρφωσε το κακομαθημένο, εγωιστικό και κυνικό κορίτσι, σε ένα πρωτοφανές παράδειγμα αυταπάρνησης, προσφοράς και αγάπης; Τόσο έξω είχα πέσει;
Τόσο άδικα την είχα κρίνει [και κατακρίνει]; Μα η Διδώ;; Ναι! Η Διδώ…

Είχε διαβάσει φαίνεται [στα μάτια μου] αυτές τις σκέψεις. Γιατί κάθε βραδάκι, όταν κατάκοπη ηθικά και σωματικά έλεγε την καληνύκτα της στη μητέρα του Κώστα, σ’ εμένα, που τη συνόδευα μέχρι κάτω για να της βρω κάποιο ταξί, χάριζε ένα ‘’ευχαριστώ’’, που το τόνιζε με ένα αφάνταστα πικρό χαμόγελο και μια κίνηση του κεφαλιού, σαν να μου φώναζε: « Ναι, ναι, εγώ είμαι!!! Αυτή είναι η Διδώ..!!!»

Λίγες μέρες μετά, ο Κώστας ΠΕΘΑΝΕ!! Όσα δεν πρόλαβε να κάνει η ουρία, τα ολοκλήρωσε μια οξεία πνευμονία, λόγω της μακρόχρονης κατάκλισης. Αυτή ήταν η επίσημη διάγνωση…

Πέθανε στα χέρια της μητέρας του, μεσημεράκι. Από τις ατέλειωτες ώρες που είχε απλόχερα προσφέρει, εκεί δίπλα του, κοντά του, μιλώντας του, φιλώντας τον στο μέτωπο και πολλές φορές στα σκασμένα του χείλη, ο Χάρος ήλθε και τον ‘‘πήρε’’ την ώρα που η Διδώ ετοίμαζε στη κουζίνα το χαμομίλι, που θα του δρόσιζε το ξεραμένο στόμα. Αυτό ήταν παράπονό της!!

« Ήξερα, όπως όλοι μας, ότι το τέλος πλησίαζε… Ήλπιζα όμως πως θα του έκλεινα η ίδια τα μάτια, πως θα ήμουν εκεί την κρίσιμη στιγμή, να του ΦΩΝΑΞΩ την αγάπη μου, το αντίο μου. Και ίσως να μου ψιθυρίσει κι’ εκείνος κάποια λόγια αποχαιρετισμού…. Τίποτα απ’ αυτά!!»

Αυτά ήταν τα λόγια που άκουσα από τη Διδώ, όταν την είδα αργότερα, την ίδια μέρα: αυτό ήταν το παράπονό της!

Το αντίο...

Η τελευταία φορά που την είδα, ήταν στη κηδεία του Κωστή, στην Αγία Φωτεινή [δεν ήξερα ότι η οικογένειά του ήταν καθολικοί]. Είχα αργήσει να πάω, ήμουν απ’ τους τελευταίους. Η αλήθεια είναι, ότι δεν ήθελα, μέσα μου, να ξαναδώ την ψυχρή μορφή της μητέρας του και της άχρωμης αδελφής του.
Αλλά πήγα, γιατί τού το ‘‘χρωστούσα’’ κι’ αυτό…

Όλος ο κόσμος ήταν μέσα, στην Εκκλησία, γιατί είχε αρχίσει η πένθιμη ακολουθία. Ανεβαίνοντας τα λίγα σκαλιά του προαυλίου την είδα, πίσω από μια κολώνα με ένα τσιγάρο στο χέρι, σαν να κρυβόταν..
Μόλις με είδε, χύθηκε επάνω μου, μ’ αγκάλιασε σφικτά και μέσα από ένα σπαρακτικό λυγμό ψιθύρισε σβησμένα:
« Εσένα περίμενα, ήθελα να σε δω...γιατί άργησες;. Τα παιδιά είναι εδώ. Και ο ‘’δάσκαλός’’…. Φεύγω, δεν θέλω να μείνω περισσότερο. Μακάρι να μην είχα γνωρίσει τον Κώστα, ούτε και σένα..»

Ως που ν’ αρθρώσω μια λέξη, γύρισε, κατέβηκε τα σκαλιά τρέχοντας και χάθηκε….

Η τρέλα

Έφυγα κι’ εγώ, αμέσως, δεν με κρατούσε τίποτα πια εκεί. Περπάτησα [το θυμάμαι έντονα, σαν να συμβαίνει αυτή τη στιγμή] όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι μου, κλαίγοντας,.. Η ζωή μου επηρεάστηκε άμεσα μετά από όλα αυτά. Προς το χειρότερο! Η πάντα παρούσα μέσα μου ροπή προς τον κίνδυνο και την αποκοτιά πολλαπλασιάστηκε, τα ‘’πήρα’’.. Νόμιζα πως ήμουν άτρωτος, απρόσβλητος απ’ οτιδήποτε.

Για αρκετό διάστημα χάθηκα από τη ‘βαβέλ’. Τα παιδιά όμως με περίμεναν, ήξεραν κάτι περισσότερο για μένα από εμένα. Μετά από μήνες η ζωή ξανακτύπησε, εκεί που δεν το περιμένεις. Στα ξαφνικά! Μια σημαντική, αλλά και πάλι τυχαία γνωριμία, ενός νέου [όχι ηλικιακά] φίλου, του ‘’Πενηνταράκια’’, υπήρξε η αρχή ενός ακόμα γύρου στη μπερδεμένη ζωή του φίλου Σας…

Ας θεωρηθεί αυτό το γραπτό, ό,τι ακριβώς είναι: Ένας εσπερινός για δύο αγαπημένους και αξέχαστους φίλους: Τη ΔΙΔΩ και τον ΚΩΣΤΑ,


Δ.Β.
21/10/07
ΥΓ. Για τη Διδώ δεν θέλησα ποτέ να μάθω οτιδήποτε. Δεν ξέρω ούτε αν ζει...
radical30
radical30
Admin

Εγγραφή : 28/09/2009
Δημοσιεύσεις : 3499
Τόπος : Πόρτο Ράφτη
Ηλικία : 94

http://radicalrvolution-radical30.blogspot.com

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή

- Παρόμοια θέματα

 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης