Σύνδεση
Πρόσφατα Θέματα
Παρόντες χρήστες
42 χρήστες είναι συνδεδεμένοι αυτήν την στιγμή:: 0 μέλη, 0 μη ορατοί και 42 επισκέπτες :: 1 μηχανή αναζήτησηςΚανένας
Περισσότεροι χρήστες υπό σύνδεση 400, στις Τρι 22 Οκτ 2024, 21:40
ΚΩΣΤΑΣ Β.
Radical30 World :: Περιεχόμενα :: κλικ > Το Blog/Forum Radical World - Περιεχόμενα :: ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ - ΓΝΩΜΕΣ - ΑΠΟΨΕΙΣ - ΚΡΙΣΕΙΣ :: Η "γωνιά" του Radical30
Σελίδα 1 από 1
ΚΩΣΤΑΣ Β.
Μέρος 1ο
KΩΤΑΣ Β.
(η γνωριμία)
Δεν ξέρω ποιόν θα ενδιέφερε η ιστορία του Κώστα. Πολλές φορές νομίζουμε πως κάποια πρόσωπα που έτυχε να γνωρίσουμε και ν’ αγαπήσουμε στη διάρκεια της νεανικής μας ζωής, θα μπορούσαν ίσως να ενδιέφεραν και κάποιους άλλους τωρινούς φίλους μας. Αυτή είναι η αισιόδοξη εκδοχή. Και για να υπάρξει μια κάποια πιθανότητα να δουλέψει αυτό το σενάριο απαιτούνται δύο βασικές προϋποθέσεις: α] απόλυτη ειλικρίνεια και β] περιγραφή της εποχής, του τοπίου.
Ας προσπαθήσω λοιπόν…
Ήταν τέλη ΄49 αρχές ΄50. Και εγώ ήμουν στο απόγειο της νεανικής τρέλας μου. Στέκι μόνιμο δεν είχα, αλλά τα πρωινά κυρίως, τα πέρναγα στο Πασαλιμάνι ή στην Αθήνα σε κάποιο σινεμά, συνήθως στο Σινεάκ. Ήταν το σοφιστικέ σινεμά της εποχής με πρόγραμμα επικαίρων και ντοκιμαντέρ. Εκεί και μόνο εκεί, τότε, μπορούσες να δεις γαλλικά, κυρίως, αγγλικά και αμερικάνικα επίκαιρα γεγονότα, αλλά και εκτεταμένα στιγμιότυπα από τον παγκόσμιο αθλητισμό. Είναι μόλις 4-5 χρόνια μετά την Κατοχή και στο μεσοδιάστημα μεταξύ Εμφυλίου και β’ γύρου, του αντάρτικου. Τρομερή, απίθανη εποχή να τη ζεις και να βαδίζεις μαζί της, στο όποιο μέλλον σου προετοίμαζε…
Με τον Κώστα Β. γνωριζόμαστε μόνο φατσικά, σαν τακτικοί θαμώνες του Καφενείου Αυδή, στο Πασαλιμάνι. Στου Αυδή πήγαινα μόνο για μπιλιάρδο. Εκεί είχαμε ανταλλάξει μερικά ''γεια χαρά'' με τον Κώστα. Τίποτα πάρα πάνω. Εκείνο το απόγευμα, έτυχε να παίζουμε σε διπλανά τραπέζια. Κάποια στιγμή ακούστηκε η δυνατή φωνή του Αυδή: Ο τάδε [εγώ] στο τηλέφωνο… Ήταν κάποιος φίλος που με ενημέρωσε ότι είχε στηθεί, για αργότερα, ένα μεγάλο καρέ πόκερ και αν ήθελα να παίξω…
Δέχθηκα και κοίταξα να βρω κάποιο φίλο να συνεχίσει, στο πόδι μου, τη παρτίδα του μπιλιάρδου. Έγινε αυτό και πήγα στις τουαλέτες να φρεσκαριστώ πριν ξεκινήσω για το καρέ του πόκερ, που ήταν στην άλλη πλευρά του Πειραιά. Κάνοντας ένα έλεγχο στα χρήματά μου, διαπίστωσα ότι δεν ήταν όσα θα ήθελα για ένα μεγάλο παιχνίδι. Kόμπιασα, δεν μου πήγαινε καλά...
Βγαίνοντας στην αίθουσα, πήγα να δω τι γίνεται με το μπιλιάρδο και συνάντησα τη ματιά του Κώστα να με ‘’κόβει’’. « Συμβαίνει κάτι;», με ρώτησε. Είχε ακούσει τον Αυδή να με καλεί στο τηλέφωνο, με είχε δει στη συνέχεια να αποσύρομαι στη μέση της παρτίδας και να ψάχνω για αντικαταστάτη και έδειξε ένα ανεξήγητο για τη σχέση μας ενδιαφέρον.« Όχι, απλά με κάλεσαν για χαρτιά» απάντησα. Και στη συνέχεια, εντελώς αυθόρμητα :« Έχεις να μου δανείσεις μέχρι αύριο κάποιο ποσό».
Ήταν η σειρά του Κώστα να παίζει στο μπιλιάρδο και δείχνοντάς μου το κρεμασμένο στον καλόγερο σακάκι του, μου λέει: « Εκεί είναι το πορτοφόλι μου, δεν ξέρω αν σου φθάνουν, πάρτα όλα». Θεώρησα ότι ήταν μια αρνητική αλλά ευγενική απάντηση και προχώρησα να φύγω. Όμως ο Κώστας με σταμάτησε. «Σοβαρολογώ….πάρε όσα χρειάζεσαι».
Πήγα στο σακάκι του, έβγαλα το πορτοφόλι και …τα έχασα. Ήμουν από τα λίγα παιδιά εκείνης της εποχής, με οικονομική άνεση, αλλά τόσα χρήματα σε νεανικό πορτοφόλι δεν είχα ξαναδεί. Ήταν πάρα πολλά χαρτονομίσματα [δεν τα μέτρησα, βέβαια], και άρχισα να βγάζω κάποιο σημαντικό ποσό, αρκετά μεγαλύτερο από εκείνο που θα ήθελα αρχικά.
« Παίρνω τόσα και αύριο το απόγευμα θα τα έχεις. Σ’ ευχαριστώ» , του είπα και ξεκίνησα να φύγω. « Καλή τύχη», μου φώναξε εκείνος δυνατά…
Σε όλη τη διαδρομή προς τη Πειραϊκή, εκεί ήταν το σπίτι που θα παίζαμε, δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου τον Κώστα. Ήξερα ότι ακόμα και αν έφευγα ‘’ταπί’’ από το παιχνίδι, δεν υπήρχε περίπτωση να εκτεθώ απέναντι του. Όμως η όλη του στάση, αυτή η ανυπόκριτη γαλαντομία, με γέμιζε σαν άνθρωπο. Δεν συναντούσες τέτοιες ‘’κουβαρντοσύνες’’ εκείνα τα χρόνια και μάλιστα έτσι, σχεδόν εθελοντικά….
Φθάνοντας και χτυπώντας το κουδούνι της ‘’λέσχης’’, η σκέψη μου ήταν: απόψε θα τους τα πάρω χοντρά. Και έτσι συνέβη. Μόνο που η ρέντα μου εκείνο το βράδυ ήταν κάτι πρωτόφαντο. Ένα ζήταγα, δύο έβρισκα. Χαρτιά έπαιζα τουλάχιστον 3-4 φορές τη βδομάδα και όχι πάντα με φίλους, τα δε ποσά του τραπεζιού μεγάλα. Ποτέ όμως πριν, δεν είχα βιώσει την ηδονή του κάθε χαρτοπαίκτη: την απόλυτη ρέντα. Ούτε και μετά. Ποτέ και μέχρι σήμερα. Ήμουν όμως σίγουρος, σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, ότι το ‘’πνεύμα’’ του Κώστα ήταν εκεί, δίπλα μου!! Το ‘’γούρι’’ ήταν τα χρήματα του Κώστα, έτσι το ένοιωθα.
Ξημερώματα, σχεδόν πρωί πια, και με ένα μεγάλο ποσό κερδισμένο στη μέσα τσέπη, πήγα σε μια κοντινή και γνωστή παραλιακή καφετέρια της Πειραϊκής, για το συνηθισμένο μου άρτυμα μετά από μια ολονύχτια χαρτοπαιξία και καμία 50ρια τσιγάρα [άφιλτρα] στους πνεύμονες και το άδειο στομάχι: φρέσκο βούτυρο με μέλι, φρέσκο ψωμάκι και ζεστό φρέσκο γάλα.. Ευτυχία!! Γι αυτό και τα θυμάμαι τόσο έντονα, σαν να είναι τώρα..
Πιο νωρίς απ’ ότι συνήθως, το βραδάκι, ήμουν απίκο στου Αυδή. Όμως ο Κώστας δεν φάνηκε μέχρι αργά. Έφυγα…. Ανέβηκα προς το Τζάνειο, εκεί που σύχναζα [αν κάπου σύχναζα], γιατί εκτός από μια ξεχωριστή παρέα 4-5 πολύ καλών φίλων που είχα εκεί, συναντούσα και τον ‘’δάσκαλο’’. Έτσι αποκαλούσα τον ‘’μαικήνα’’ μου στα χαρτιά, τον 50αρη Γιάννη Ζήμερα, τον ηλεκτρολόγο τού απέναντι στο καφενείο ‘‘Τζάνειου Νοσοκομείου’’. Σίγουρα θα μιλήσω και γι’ αυτόν κάποια στιγμή. Πρέπει…
Ήταν όλοι εκεί, και ο "δάσκαλος". Φαίνεται θα ήμουν πολύ ‘’φτιαγμένος’’ στην περιγραφή, αρχικά της χαρτοπαιξίας και στη συνέχεια του Κώστα και της όλης στάσης του. Όλοι τους συμφωνούσαν ότι ήθελαν να τον γνωρίσουν. Και προς Θεού! Με καμιά δεύτερη σκέψη στο μυαλό τους. Τα παιδιά τα ήξερα καλά και μάντευα το ενδιαφέρον τους να γνωρίσουν ένα τύπο σαν αυτόν που μόλις τους είχα ‘’ζωγραφίσει’’ με τα ωραιότερα χρώματα..
Το μεσημέρι πια της επόμενης [3ης] μέρας, κατηφόρισα πάλι για του Αυδή. Δεν είχα κάτι άλλο στο μυαλό μου εκείνες τις ώρες. Έπρεπε να βρω τον Κώστα και δεν ήξερα που αλλού θα μπορούσα να τον εντοπίσω. Ούτε τις παρέες του, ούτε το σπίτι του ήξερα. Αλλά ούτε και το επίθετό του. Και μπιλιάρδο έπαιξα, και τα ούζα μου κατέβασα και η ώρα πέρασε, όμως ο Κώστας πουθενά. Πριν φύγω, σκέφτηκα να αφήσω μήνυμα μέσω του Αυδή. Αυτός μας ήξερε όλους, με τα μικρά μας ονόματα όμως. Άφησα και το τηλέφωνο του καφενείου που θα πήγαινα και έφυγα.
Όπως φθάνω στην απέναντι, στάση των ταξί [πειρατικά, κάτι τεράστιες αμερικάνικεςλιμουζίνες], βλέπω να παρκάρει ένα ταξί και να αποβιβάζει. Πλησιάζω για να το πάρω και πέφτω πρόσωπο με πρόσωπο με τον Κώστα! Δεν ξέρω πως θα σας φανεί, αλλά τον αγκάλιασα και… μόλις που δεν τον φίλησα! Και εκείνος αντέδρασε σχεδόν με την ίδια χαρά. Ξαναμπήκε στο ταξί, προτείνοντάς μου να πάμε σπίτι του. Τον ακολούθησα.
Πήραμε την παραλιακή της Ζέας , περάσαμε τη Λέσχη του Ολυμπιακού, μετά κάτω από το σπίτι μου [δεν ανέφερα τίποτα] και φθάσαμε στη Φρεατίδα. Τρία τετράγωνα πιο κάτω, το ταξί σταμάτησε μπροστά σε ένα διόροφο σπίτι. Τελικά είμαστε και γείτονες… Άνοιξε την εξώπορτα με τα κλειδιά του και ανεβαίνοντας τις σκάλες φώναξε δυνατά: « Έχω παρέα!!»
Στο κεφαλόσκαλο, έξω μάλλον από την εσωτερική πόρτα στεκόταν μια όμορφη ξανθιά 50άρα, σαν γερμανίδα, ψηλή και με αθλητικό παράστημα.« Η Μητέρα μου» είπε ο Κώστας. « Χαίρω πολύ…» και της συστήθηκα με το όνομά μου.
Το εσωτερικό του σπιτιού, χρωματικά, έμοιαζε στον Κώστα και τη μητέρα του. Ωραία, βαριά επίπλωση, χαλιά , τοίχοι, πίνακες, λαμπατέρ, όλα σε μια απόχρωση μεταξύ του μπεζ, του πορτοκαλί και του καφέ. Μια αρχοντική ατμόσφαιρα. Στη πλάτη του σαλονιού [όχι καθιστικού] κυριαρχούσε μια μεγάλη έγχρωμη φωτογραφεία ενός άνδρα, με τη στολή αξιωματικού του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.
« Είναι ο πατέρας μου. Σκοτώθηκε στο πόλεμο του 40», είπε ο Κώστας, βλέποντας τα μάτια μου καρφωμένα επάνω της.
« Εκτός από γείτονες, έχουμε και δύο πατέρα πλοίαρχο» είπα εγώ, κάπως αμήχανα….
« Ξέρουμε την οικογένεια σου, η κόρη μου είναι συμμαθήτρια. με την μικρότερη αδελφή σου» , συμπλήρωσε η μητέρα του Κώστα, ευγενικά.
Όση ώρα έλλειψε ο Κώστας, για φρεσκαριστεί, η μητέρα του έδειξε να γνωρίζει ότι ήταν μία γνωριμία πρόσφατη, αυτή με τον γιο της, αλλά και ότι ο Κώστας ήταν πολύ χαρούμενος με ότι συνέβη. Μου είπε, επίσης, ότι ο Κώστας είναι φοιτητής στη Σχολή Φυσιογνωσίας του Πανεπιστημίου Αθηνών [πρωτοετής] και ότι από εκεί πηγαίνει πρώτα για μπιλιάρδο, πριν καταλήξει αρκετά νωρίς, στο σπίτι για μελέτη. «Κάτι σαν εκτόνωση», όπως είπε. «Δεν είναι τού πολύ έξω, έχει στόχους ο Κώστας»…
Έχοντας συναίσθηση ότι πολλές καλές οικογένειες είχαν ακούσει κάποιες φήμες για μένα, του στυλ: «κρίμα και είναι από τόσο καλή φαμίλια», θεώρησα ότι οι επισημάνσεις της αποτελούσαν κάποια σαφή προειδοποίηση…. Αυτά, είναι αλήθεια, προσγείωσαν αισθητά τον αρχικό αλλά και μέχρι τη στιγμή εκείνη, ενθουσιασμό μου. Δεν θέλησα να το δείξω, αλλά δεν υπήρξα ποτέ κάποιος που υποκρινόταν.
Έτσι, όταν ο Κώστας επέστρεψε στη παρέα, έπιασε αμέσως όποια την αμηχανία που υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Με την πρώτη ματιά, πριν λεχθεί το παραμικρό. Όπως απεδείχθη αργότερα, ήξερε καλά τη μητέρα του. Απευθυνόμενος σ αυτήν, είπε αρκετά κοφτά: « Μαμά, εμείς θα κατέβουμε αμέσως, θα φάω έξω και μάλλον θα αργήσω απόψε. Μην ανησυχήσεις…. » Σκέτο τελεσίγραφο, δηλαδή. Εκείνη μας ευχήθηκε να περάσουμε καλά και με καληνύχτισε ευγενικά..
Με το που βρεθήκαμε στο δρόμο – ήταν ήδη αργά και έκανε κρύο – θέλησα κάτι να πω, αλλά ο Κώστας με πρόλαβε. Και με παρακάλεσε να μη την παρεξηγώ, έτσι είχε μάθει από τον πατέρα του και σύζυγό της: να ζουν με κανόνες μάλλον στρατιωτικής πειθαρχίας και όχι μιας απλής οικογενειακής αυστηρότητας. Με λίγα λόγια μου ζήταγε συγνώμη για τη στάση της, παρ’ όλο που δεν ήταν παρών ώστε να ξέρει τι λέχθηκε. Σίγουρα είχε πείρα από τέτοιες στάσεις και συμπεριφορές. Την ήξερε καλά. Μητέρα του ήταν.
Εγώ βέβαια, του είπα ότι δεν ήθελα να θίξω τέτοιο θέμα και ότι, όσο με αφορά, δεν με παραξένεψε κάτι. Απλά ήθελα να τον ευχαριστήσω για προχθές και να του επιστρέψω τα χρήματα.Κατά τα άλλα, επειδή ήταν αργά, ας πηγαίναμε να τσιμπήσουμε κάτι και να το διαλύσουμε νωρίς….Προχωρήσαμε μέχρι την καλλίτερη, ίσως, ψαροταβέρνα του Πειραιά, του ‘Γουζούαση’, στη παραλία της Φρεατίδας, ανάμεσα στα σπίτια και των δυο μας, δεξιά και αριστερά.
Όπως διαπίστωσα πολύ γρήγορα, ο Κωστής δεν ήταν του πιοτού και έτσι η γλώσσα του λύθηκε στο τάκα τάκα. Εγώ, έξω από τις συνήθειές μου, τον άφησα να μιλάει χωρίς να τον διακόπτω, αλλά και χωρίς να με κουράζει αυτό. Όλα όσα ανέφερε ήταν πολύ ενδιαφέροντα. Έκανε μια περίληψη της ζωής του, κάτι που έμοιαζε με ‘’εξομολόγηση’’. Όσο προχωρούσε τόσο περισσότερο άρχιζα να τον κατανοώ και να τον συναισθάνομαι.
Στην ουσία έψαχνε για την επανάστασή του, αλλά δεν φαινόταν καθόλου εύκολο κάτι τέτοιο, γι αυτόν. Ούτε του πήγαινε σαν χαρακτήρας, ούτε και οι συνθήκες τού το επέτρεπαν. Αυτός, σε αντίθεση με μένα, είχε χάσει τον πατέρα του και αισθανόταν σαν το αγόρι της οικογένειας, κάπου στη θέση του ‘’μπαμπά’’ του [όπως τον ανέφερε], ιδίως απέναντι στην αδελφούλα του [δεν θυμάμαι τώρα όνομα], δύο χρόνια μικρότερή του. Και η μητέρα του ήταν μια δεσποτική ‘’φρουϊλάιν’’. Αυτό έβγαινε απ’ τα λόγια του.
Σε κάποια στιγμή ανέφερε την ηλικία του και [τρίτη σύμπτωση στο ίδιο βράδυ] διαπίστωσα πως είχαμε γεννηθεί την ίδια χρονιά: το 1930, εγώ Μάη κι αυτός Γενάρη. Με πέρναγε 4 μήνες. Εκεί ευχηθήκαμε γελώντας, να πηγαίναμε μαζί και στο Ναυτικό για τη θητεία μας, που πλησίαζε. [Σημείωσε, παρακαλώ, αυτή την ευχή μας περί θητείας].
Μου ανέφερε και ότι ήταν τρελά ερωτευμένος με τη Διδώ, συμφοιτήτριά του στο Πανεπιστήμιο [αλλά εκείνη στη Νομική] και πως σκόπευαν να παντρευτούν κάποια στιγμή. Μέχρι και ότι δεν ήταν παρθένα, όταν τη γνώρισε, μου είπε. Η Διδώ ήταν ανεψιά ενός, εν ενεργεία υπουργού τής τότε Κυβέρνησης του Λαϊκού Κόμματος [ΝΔ της εποχής μας], που ήταν και το κόμμα που υποστήριζε ο πατέρας μου.
Είπαμε πολλά εκείνο το βράδυ, γιατί ανταποκρίθηκα κι εγώ από κάποια στιγμή και μετά. Ήταν πια μια συζήτηση από ‘’καρδιάς’’, ειλικρινής. Είχα αρχίσει να ανακτώ τον αρχικό μου ενθουσιασμό για τον Κώστα, να τον νοιώθω σαν φίλο μου, αλλά πολύ εύθραυστο, αδύνατο στη ψυχή, όχι σωματικά…Στην ουσία ήταν ένας γίγαντας [1.87] με πήλινα πόδια. Ωραία κορμοστασιά, όμορφο πρόσωπο, γαλανομμάτης, με ξανθό σαν στάχυ μαλλί… Φτυστός η μητέρα του, μόνο στην εμφάνιση όμως. Εκείνη ήταν ακριβώς το αντίθετο. Δυνατή, ευγενικά ψυχρή, δεν άφηνε περιθώρια για τρυφερότητες και μητρικές αδυναμίες. Και πάνω απ όλα: δεσποτική εκ χαρακτήρος.
Τότε, όλα αυτά ήταν απλά οι εντυπώσεις ενός νεαρού. Βέβαια οι 19ρηδες του 1949, δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τους νέους του σήμερα. ‘Ηταν άλλα χρόνια εκείνα, μεστά και ανατρεπτικά στην κάθε στιγμή τους. Μόλις είχαμε βγει από ένα μεγάλο πόλεμο και ήδη ζούσαμε τα αποτελέσματα από έναν εμφύλιο-καρκίνο, που τέλειωνε όπως τέλειωνε και που εμένα με είχε ‘‘σφραγίσει’’ λόγω εμπλοκής. Και άλλωστε γιατί να απολογούμαι; Έτσι τα ζύγισα τότε τα του Κωστή και έτσι, ακριβώς, τα έφερε η ίδια η ζωή μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια μόνο, δυστυχώς…
(η βαβέλ)
Ακολούθησαν μέρες στενής παρέας με τον Κωστή, μιας και το πρώτο που φρόντισα, ήταν να τον γνωρίσω με τους φίλους μου στο καφενείο του Βουτυρίτσα, τους ‘’κολλητούς’’ μου που θα λέγαμε σήμερα Δεν χρειάστηκε κανένας κόπος για να δέσει ο Κωστής με όλους μας. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να ενταχθεί στο ειδικό κλίμα της παρέας και να συμβιβαστεί με την ατμόσφαιρα ενός καφενείου, όπως αυτό. Το είχα ζήσει κι εγώ αυτό το ατμοσφαιρικό σοκ, όταν πρωτοβρέθηκα εκεί. Και τον είχα προετοιμάσει ανάλογα. Ίσως πρέπει να μείνω λίγο στα του καφενείου, γιατί από τη στιγμή που εντάχθηκε κι ο Κωστής στη παρέα συνέβησαν πράγματα. Υπήρξαν αλλαγές στη ζωή του Κωστή αλλά και στη δική μου…
Για πρώτη φορά εγώ απόκτησα ένα σταθερό στέκι, τουλάχιστον για το απόγευμα και μετά. Μετά και η όλη παρέα δέθηκε περισσότερο. Το στέκι αυτό έγινε για 2-3 χρόνια (μόνο, δυστυχώς) σημείο αναφοράς για πολλούς λόγους, πρακτικούς αλλά και ουσίας… Από τη συγκεκριμένη παρέα, ο μόνος άεργος (!) ήμουν εγώ. Αλλά και ο μικρότερος στα χρόνια. Όλοι οι άλλοι εργάζονταν χειρονακτικά, από τη στιγμή που μόνιμη δουλειά δεν ήταν δυνατόν να έχουν. Ήταν οι απόκληροι (χιλιάδες ήταν) της Μακρονήσου, οι λεκιασμένοι δια βίου, τάχατες κομμουνιστές, λόγω πατρός κυρίως.
Οι φίλοι μου, ήταν απόφοιτοι του [σημερινού] Λυκείου, όπως κι εγώ, αλλά το πέρασμά τους από τη
Μακρόνησο και η συμβίωσή τους με μεγαλύτερους στην ηλικία κρατούμενους-κομουνιστές, τους είχε δώσει ένα σημαντικό πνευματικό προβάδισμα. Στα μάτια μου έδειχναν ώριμοι, ολοκληρωμένοι. Και είχαν ''αποφοιτήσει'' με ''πτυχίο'' στην μαρξιστική τεχνική του διαλεκτικού τρόπου σκέψης και ανάλυσης για κάθε, ακόμα και καθημερινό θέμα.Ο Κώστας δεν είχε πρόβλημα ένταξης σε τέτοιο περιβάλλον. ‘Ηταν ήδη φοιτητής και μπασμένος σε θέματα μελέτης και ανάλυσης, αλλά και πνευματικά δυνατός. ΄
Όμως οι υπόλοιποι, η πλειοψηφία των θαμώνων του καφενείου, ήταν ένα σκορποχώρι. Ότι ‘’μάρκα’’ ανθρώπου έψαχνες ήταν εκεί, παρούσα [σένα χώρο 180 τ.μ.]: Μεγαλέμποροι, κάθε λογής και ποιότητας. Υπάλληλοι και συνταξιούχοι στρατιωτικοί, παρόντες. Αφεντικά της ψαραγοράς, από τους πρώτους. Εργάτες , αστυνομικοί, ελεύθεροι επαγγελματίες, νοσοκόμοι, γιατροί και τραυματιοφορείς του απέναντι Νοσοκομείου, ότι βάζει το μυαλό σου, ήταν εκεί καθημερινά. Σημείο αναφοράς για απαξάπαντες: η χαρτοπαιξία, οι πολιτικές συζητήσεις [εκτός των φίλων μου], το ποδόσφαιρο και βέβαια το ‘‘σπορ’’ των Ελλήνων, το χωρίς έλεος κουτσομπολιό.
Η Διδώ
Σύντομα γνωρίσαμε και τη Διδώ, την κοπέλα του Κώστα. Προτίμησε να την φέρει εκεί στη ‘’βαβέλ’’, γιατί τού το είχε ζητήσει η ίδια, μετά τα όσα της είχε περιγράψει για πρόσωπα, πράγματα και ατμόσφαιρα…. Η Διδώ, ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Γόνος μεγάλης πολιτικής και πάμπλουτης οικογένειας, ήταν και λόγω σπουδών [νομικά], πολιτικοποιημένο άτομο. Στον κύκλο της δεν χωρούσαν ''βαβέλ''. Γνώριζε την ύπαρξη ενός τέτοιου κόσμου ,δεν είχε όμως ποτέ την ευκαιρία να τον ζήσει από κοντά. ‘Ότι ήξερε, ήταν από το σινεμά της εποχής, που χάλαγε κόσμο τότε ή από νουβέλες και ηθογραφίες.
Φαίνεται ότι την ενθουσίασε η ατμόσφαιρα, αλλά και η νέα παρέα του ‘‘φίλου’’ της. Αντίθετα με τα περί μελλοντικού γάμου που μου είχε περιγράψει ο Κωστής, εγώ διέκρινα μια διαφορετική σχέση, πολύ πιο χαλαρή από μέρους της. Ίσως και λόγω χαρακτήρα, αλλά και του ότι ήταν μεγαλύτερή του 2-3 χρόνια, τον έβλεπε μάλλον σαν εραστή της και τίποτα πάρα πάνω.
Και εγώ έπρεπε να προσέχω τα λόγια και τη στάση μου, απέναντί της. Αδελφές, φίλες ή γκόμενες, των ανθρώπων που συναναστρεφόμουν, ήταν απαγορευμένος καρπός για μένα. ‘Ηταν ένας απαράβατος κανόνας τιμής. Σιχαινόμουνα την έννοια ‘’λιγούρης’’ για κάθε άντρα. Εγώ τους αποκαλούσα ‘’λαχταροκώληδες’’…
Η Διδώ είχε διαφορετικές ώρες σπουδών από τον Κώστα και σύντομα διαπίστωσα ότι είχε και διαφορετικές ‘’παρέες’’. Έχοντας ανέβει στην Αθήνα για πρωινή βόλτα και σινεμά και μπαίνοντας στο ‘‘Ρωσικό’’ για μπίρα με πραγματικό, μοσχοβίτικο πιροσκί, διέκρινα τη φιγούρα της καθισμένη στο σκαμπό τού μπαρ, να συνομιλεί πίνοντας τη μπίρα τους στο πολύ-πολύ φιλικό, με ένα τύπο 35άρη, στυλ μποέμ και ‘’γκόμενου’’. Το μαγαζί ανήκε στον ρωσοέλληνα συνθέτη Νίκι Γιάκοβλεφ και τη σύζυγό του Μαίρη Λω, διάσημη ντιζέζ της εποχής. Φυσικά ήταν και ένα από τα πιο in στέκια του καλλιτεχνικού κόσμου. Μου άρεσε πολύ.
Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν κάποια στιγμή, αλλά και οι δύο κάναμε το ‘’παγόνι’’. Φυσικά δεν έκανα την παραμικρή κουβέντα στον Κώστα, αλλά και τι να του έλεγα; Λόγια; Μερικές μέρες αργότερα, πρέπει να ήταν μεσημεράκι και έπαιζα πρέφα, με φωνάζει ο Αντώνης [καφετζής] στο τηλέφωνο. Ήταν η Διδώ, μες τη καλή χαρά…
«Κατεβαίνω στο Πειραιά με μια συμφοιτήτριά μου. Είπα και τού Κώστα αλλά έχει μάθημα. Θέλεις να συναντηθούμε να μας ξεναγήσεις στα στέκια σου;» Και κολλητά, πριν προλάβω να πω κάτι:« Ο Κώστας μου πρότεινε να σε πάρω, αυτός μου έδωσε και το τηλέφωνο, όπως καταλαβαίνεις».
Δεν είχα λόγο να αρνηθώ, αφού δεν θα ήταν και μόνη της.
« Εμείς είμαστε ήδη στο Φάληρο, θέλεις να συναντηθούμε εδώ, στο μπαρ του ξενοδοχείου ''Φαληρικόν''; Έχουμε ξαναπάει, είναι ωραία», συμπλήρωσε….Το γνώριζα.
Όταν έφθασα, εκείνες ήταν ήδη εκεί . Με σύστησε στη φίλη της, Ναταλία την έλεγαν, και μετά μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Με νάζι και γελώντας λέει στη φίλη της:
« Ξέρεις, ο Μ. είναι ο καλύτερος, ίσως ο μόνος, φίλος του Κώστα. Αλλά εγώ δεν τον γνωρίζω ακόμα τόσο καλά, τώρα στην ουσία μαθαινόμαστε. Δεν είναι γοητευτικός;»
Η συζήτηση από τη πρώτη στιγμή βρώμαγε μπαρούτι. Δεν ήμουν ούτε άπραγος ούτε αφελής, φυσικά. Όμως δεν υπήρχε περίπτωση, ούτε μια στις χίλιες, να τη πατήσω. Μόνη διέξοδος [επιλογή] ήταν να κάνω το ‘’παγώνι’’ και συγχρόνως να αρχίσω, πολύ διακριτικά βέβαια, το φλερτ με τη Ναταλία, τη φίλη της. Σύγχρονα άρχισα να ξαναγεμίζω τα ποτήρια τους [και το δικό μου] με κόκκινο κρασί, που εκείνες είχαν ήδη παραγγείλει. Το όπλο του κρασιού [σ’ αυτές τις περιπτώσεις] είχε δουλέψει άπειρες φορές... Μόνο που αυτή τη φορά την ‘’ψηλοπάτησα’’ κι εγώ. Σιγά –σιγά, με το φλερτ, το κρασί, τα αγγίγματα, η Ναταλία, ξέροντας ότι δεν παίζει κάτι με τη φίλη της, ξεσάλωσε. Σε κάποια στιγμή, έτσι στο ξαφνικό, λέει της Διδούς: « Πες του να με φιλήσει στο στόμα. Τώρα! πες του»
Η Διδώ όλο αυτό το διάστημα ήταν άνετη, χαρούμενη, πέρναγε καλά, όπως όλοι μας. Η συζήτηση ήταν περί ανέμων και υδάτων, χαλαρή κι ευχάριστη. Η ξαφνική πρόκληση της Ναταλίας την αιφνιδίασε τόσο, ώστε να της απαντήσει επιθετικότατα: « Από πότε ντρέπεσαι να το ζητήσεις μόνη σου;»
Δεν βρήκα άλλη λύση. Έσκυψα στο πλάι, προς τη Ναταλία και τη φίλησα στο στόμα, στο χαλαρό. Εκείνη αντέδρασε διαφορετικά και πιάνοντάς μου το κεφάλι με τα δυο χέρια της, κόντεψε να μου βγάλει τις αμυγδαλές…. Μετά κρατώντας ακόμα το πρόσωπό μου, είπε :
« Σε ξενοδοχείο είμαστε, δεν κλείνεις ένα δωμάτιο, να μην ενοχλούμε και τη Διδώ»;;
Ατάκα η Διδώ, ήρεμα, αλλά και πάλι κακιασμένα, λέει: «Καλή ιδέα. Θα το κρατήσουμε μετά κι εμείς με το Κώστα. Μόνο μην αργήσετε»!!
Για τον Κώστα και τη Διδώ, μιλάμε εδώ. Δεν γράφουμε κάποιο ελαφρύ πορνό. Μετά τη συνάντηση μας στο μπαρ της Αθήνας [με τον τύπο] και τώρα με τη Ναταλία, ο Μ. δεν χρειαζόταν κάτι άλλο…ήξερε πια τι έπαιζε…
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, ο καιρός πέρναγε, η όμορφη παρέα συνεχίζονταν, ο καθένας στα δικά του κι’ εγώ στις τρέλες μου: στα τσιγάρα μου, στα πιοτά μου, στη Μαιρούλα μου και στα χαρτιά μου. Α! και τον ΟΛΥΜΠΙΑΚΌ….
(η τούμπα)
Κάθε τόσο, κυρίως τα άλλα παιδιά, ρωτάγαμε τον Κώστα για τη Διδώ: τι κάνει, πως είναι, τέτοια,
κοινωνικά. Κάποιο βράδυ, όλος χαρά, ο Κώστας μου ανήγγειλε πως η Διδώ φρόντισε, μέσω του Θείου της [υπουργού], να μας βάλλουν τηλέφωνο στο σπίτι. Θα με ειδοποιούσε εκείνη για τις ενέργειες που απαιτούνταν. Μεγάλο ρουσφέτι αυτό, τότε. Πριν τρέξει οτιδήποτε, όλα ήρθαν τούμπα. Κεραυνός!
Απόγευμα, και ο Κώστας μου τηλεφωνεί στο καφενείο, αν μπορούσα να πήγαινα αμέσως στο σπίτι του. Σε πολύ λίγο ήμουν εκεί. Συναντώ ένα Κώστα ζωντανό νεκρό… Ανήσυχος τον ρωτάω τι συμβαίνει. Μη βλέποντας εκεί τη μητέρα του, θεώρησα πως κάτι είχε συμβεί σ΄εκείνη… Όχι, είναι κάτι άλλο πιο σοβαρό, μου είπε και απόρησα. Τι ποιο σοβαρό; Η Διδώ, μου λέει. Και αρχίζει να μου εξιστορεί τα γεγονότα:
Πήγε να την πάρει από τη Σχολή της για να πάνε για φαγητό και να βρεθούν. Εκεί τη είδε να συνομιλεί με κάποιο ‘’τύπο’’. Πλησίασε, πήγε να της πιάσει το μπράτσο και ακούει το τύπο να του λέει:
« Άντε φύγε από δώ, ρε μαλάκα»
.
Κάθε άλλο παρά αυτό ήταν το στυλ του Κώστα. Τα έχασε.. Κάτι πήγε να πει η Διδώ, αλλά ο άλλος, χωρίς καν να έχει πει κάτι ο Κώστας, τον πλησιάζει και του ρίχνει μια γροθιά στο πρόσωπο. Και μετά φεύγει, σαν μην έτρεχε τίποτα…. χωρίς βιασύνη.
Δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα άλλο. Μου τα διηγείται όλα αυτά, κάτωχρος, ψυχρός, ήρεμος. Χωρίς θυμό… Κρύο αίμα. Πράγματα ξένα σε μένα. Προσέχοντας πολύ τα λόγια μου, τον ρωτάω περί ηλικίας και εμφάνισης τού τύπου, και τέλος: « Και η Διδώ, τι έκανε η Διδω, τι σου είπε»;
Η Διδώ [ξανάρχισε ο Κώστας] μου ομολόγησε ότι με αυτό το άτομο είχε κάνει τις πρώτες της σχέσεις, σαν μαθήτρια και ήταν αυτός ο πρώτος της. Μάλιστα, είχε μείνει έγκυος σε κάποια φάση και την πήγε ο ίδιος για την έκτρωση. Αυτό κράτησε μέχρι που γνώρισε τον Κώστα, πριν ένα χρόνο περίπου, στο ταξίδι του Πανεπιστημίου στην Ιταλία.
«Εκεί ερωτευθήκαμε και μάλιστα παρατείναμε τη διαμονή μας για μερικές ακόμη μέρες», συμπλήρωσε...
Τον άκουγα να μου τα διηγείται [κάπως] έτσι σαν να επρόκειτο για κάποιο μυθιστόρημα, μια ταινία…
Βουβός, χωρίς ερωτήσεις. Άλλωστε δεν άφηνε κενά. Εμένα με έκαιγε το δια ταύτα. Καταλάβαινα ότι, όπου να ‘ναι θα με έβαζε και εμένα στο παιχνίδι. Γιατί με φώναξε; Έτσι, του άρεσε να ξευτελίζεται στα μάτια του ανθρώπου που ‘’δήλωνε’’ πως θαύμαζε; Ποιος κάνει τέτοια επιλογή;
Απότομα, σταματάει κάποια στιγμή και με ρωτάει: « Γιατί δεν λες κάτι; Γιατί δεν ρωτάς τίποτα; Τι θα κάνουμε γι αυτό;»
Από παιδί, δεν τα ‘’έχανα’’ εύκολα. Ούτε κι αυτή τη φορά, φυσικά. Μάλλον τσαντισμένα, δεν φρόντισα καν να το κρύψω, αλλά και στα ίσια του λέω [περίπου]: « Λέγε Κωστή, έλα στο δια ταύτα. Τι ζητάς από μένα; Πες!»
Με κοίταξε απόλυτα ήρεμος και λέει, σχεδόν συλλαβιστά : « Τον θέλω νεκρό! ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ!!»
Σίγουρα αυτό δεν το περίμενα με τίποτα. Πρώτο απ όλα, δεν ταίριαζε στο Κώστα που ήξερα εγώ. Του απάντησα ήρεμα: « Αυτά δεν λέγονται, ρε Κώστα. Τα κάνεις, δεν τα λες».
« Δεν μπορώ να το κάνω. Μακάρι να μπορούσα, αλλά δεν μπορώ. Αυτό που σου ζητάω, γιατί δεν έχω κάποιον άλλο πιο δικό μου, είναι να βρεις τον κατάλληλο άνθρωπο. Εσύ μπορείς να τον βρεις. Θα τον χρυσώσουμε, ξέρεις ότι το μπορώ».
Δεν του είπα όχι, ούτε και ναι, βέβαια. Του είπα:
« Πριν κάνουμε οτιδήποτε θέλω να ακούσω τι θα μου πει η Διδώ. Πες της να κατέβει αύριο , ότι ώρα θέλει. Εμένα με ενδιαφέρει να ξέρω όνομα, στέκια, τις φιλίες του μάγκα. Εσύ δεν ξέρεις τίποτα. Μόνο τη φάτσα του. Πες της να κατέβει, ακόμα και σήμερα»…
Τον έβλεπα πια σαν μωρό, σαν παιδί. Επί τόπου σηκώνει το τηλέφωνο [είχαν] και μιλάει στη Διδώ. Είπαν αρκετά, κάποια στιγμή με ένταση, τέλος συμφώνησαν.
« Αύριο το απόγευμα θα τη δούμε. Μου είπε στο ''Φαληρικό'', εκεί που συναντηθήκατε και με τη Ναταλία»
« Όχι Κωστή, εσύ δεν θα είσαι εκεί. Δεν θα μπορώ να μιλήσω όπως θέλω, μπροστά σου. Ούτε και εκείνη θα το ήθελε φαντάζομαι. Και μπορεί να πληγωθείς περισσότερο».
Και έτσι έγινε. Το δέχτηκε χωρίς αντίρρηση. Ήταν φανερό πως είχε αφεθεί τελείως σε μένα, και αυτό με ανησύχησε αντί να με κολακέψει. Μου φόρτωνε μεγάλο βάρος, κυρίως ηθικό. Δεν ήταν ο Κώστας εναντίον του ‘’μάγκα’’. Ούτε Κώστας – Διδώ. Ήξερα ότι γνώριζα τη Διδώ περισσότερο από εκείνον και πίστευα ότι δεν ήταν ειλικρινής. Εκείνος ήταν πληγωμένος, δαρμένος και το χειρότερο: ερωτευμένος!!. Η Διδώ απλά έπαιζε… και μάλιστα χωρίς κανόνες, στο άγαρμπο. Κι εγώ ήμουν πολύ τσαντισμένος, κυρίως με την κοπελιά…..
Η συνάντηση με τη Διδώ έγινε σύμφωνα με το πρόγραμμα. Πήγα στο ''Φαληρικό'' αρκετά νωρίτερα για δύο λόγους: ήθελα χρόνο για να ηρεμήσω, αλλά και να διαλέξω μια ήσυχη γωνιά στο μπαρ. Παράγγειλα το κρασί που είχαμε δοκιμάσει την άλλη φορά και έναν ελληνικό [τούρκικο]. Στο μυαλό μου κυριαρχούσε η χθεσινή συνάντηση με τον Κώστα και τα όσα είχαν λεχθεί. Θυμόμουν έντονα και περισσότερο τις τελευταίες στιγμές: Φεύγοντας εγώ, με αγκάλιασε και με φίλησε, όπως ένα παιδί τον πατέρα του ή τον μεγαλύτερο αδελφό του. Ανακουφισμένος, βέβαιος για μένα. Και αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Δεν ήμουν τίποτα από τα δύο. Ένας φίλος ήμουνα και μάλιστα, στα είκοσι μου χρόνια. Παιδί ήμουν κι εγώ… Και τώρα έπρεπε να χειριστώ ‘’ξένες’’ για εμένα και τον ατίθασο χαρακτήρα μου καταστάσεις και μάλιστα εκ των υστέρων.
Συνεχίζεται (λόγω χώρου)
KΩΤΑΣ Β.
(η γνωριμία)
Δεν ξέρω ποιόν θα ενδιέφερε η ιστορία του Κώστα. Πολλές φορές νομίζουμε πως κάποια πρόσωπα που έτυχε να γνωρίσουμε και ν’ αγαπήσουμε στη διάρκεια της νεανικής μας ζωής, θα μπορούσαν ίσως να ενδιέφεραν και κάποιους άλλους τωρινούς φίλους μας. Αυτή είναι η αισιόδοξη εκδοχή. Και για να υπάρξει μια κάποια πιθανότητα να δουλέψει αυτό το σενάριο απαιτούνται δύο βασικές προϋποθέσεις: α] απόλυτη ειλικρίνεια και β] περιγραφή της εποχής, του τοπίου.
Ας προσπαθήσω λοιπόν…
Ήταν τέλη ΄49 αρχές ΄50. Και εγώ ήμουν στο απόγειο της νεανικής τρέλας μου. Στέκι μόνιμο δεν είχα, αλλά τα πρωινά κυρίως, τα πέρναγα στο Πασαλιμάνι ή στην Αθήνα σε κάποιο σινεμά, συνήθως στο Σινεάκ. Ήταν το σοφιστικέ σινεμά της εποχής με πρόγραμμα επικαίρων και ντοκιμαντέρ. Εκεί και μόνο εκεί, τότε, μπορούσες να δεις γαλλικά, κυρίως, αγγλικά και αμερικάνικα επίκαιρα γεγονότα, αλλά και εκτεταμένα στιγμιότυπα από τον παγκόσμιο αθλητισμό. Είναι μόλις 4-5 χρόνια μετά την Κατοχή και στο μεσοδιάστημα μεταξύ Εμφυλίου και β’ γύρου, του αντάρτικου. Τρομερή, απίθανη εποχή να τη ζεις και να βαδίζεις μαζί της, στο όποιο μέλλον σου προετοίμαζε…
Με τον Κώστα Β. γνωριζόμαστε μόνο φατσικά, σαν τακτικοί θαμώνες του Καφενείου Αυδή, στο Πασαλιμάνι. Στου Αυδή πήγαινα μόνο για μπιλιάρδο. Εκεί είχαμε ανταλλάξει μερικά ''γεια χαρά'' με τον Κώστα. Τίποτα πάρα πάνω. Εκείνο το απόγευμα, έτυχε να παίζουμε σε διπλανά τραπέζια. Κάποια στιγμή ακούστηκε η δυνατή φωνή του Αυδή: Ο τάδε [εγώ] στο τηλέφωνο… Ήταν κάποιος φίλος που με ενημέρωσε ότι είχε στηθεί, για αργότερα, ένα μεγάλο καρέ πόκερ και αν ήθελα να παίξω…
Δέχθηκα και κοίταξα να βρω κάποιο φίλο να συνεχίσει, στο πόδι μου, τη παρτίδα του μπιλιάρδου. Έγινε αυτό και πήγα στις τουαλέτες να φρεσκαριστώ πριν ξεκινήσω για το καρέ του πόκερ, που ήταν στην άλλη πλευρά του Πειραιά. Κάνοντας ένα έλεγχο στα χρήματά μου, διαπίστωσα ότι δεν ήταν όσα θα ήθελα για ένα μεγάλο παιχνίδι. Kόμπιασα, δεν μου πήγαινε καλά...
Βγαίνοντας στην αίθουσα, πήγα να δω τι γίνεται με το μπιλιάρδο και συνάντησα τη ματιά του Κώστα να με ‘’κόβει’’. « Συμβαίνει κάτι;», με ρώτησε. Είχε ακούσει τον Αυδή να με καλεί στο τηλέφωνο, με είχε δει στη συνέχεια να αποσύρομαι στη μέση της παρτίδας και να ψάχνω για αντικαταστάτη και έδειξε ένα ανεξήγητο για τη σχέση μας ενδιαφέρον.« Όχι, απλά με κάλεσαν για χαρτιά» απάντησα. Και στη συνέχεια, εντελώς αυθόρμητα :« Έχεις να μου δανείσεις μέχρι αύριο κάποιο ποσό».
Ήταν η σειρά του Κώστα να παίζει στο μπιλιάρδο και δείχνοντάς μου το κρεμασμένο στον καλόγερο σακάκι του, μου λέει: « Εκεί είναι το πορτοφόλι μου, δεν ξέρω αν σου φθάνουν, πάρτα όλα». Θεώρησα ότι ήταν μια αρνητική αλλά ευγενική απάντηση και προχώρησα να φύγω. Όμως ο Κώστας με σταμάτησε. «Σοβαρολογώ….πάρε όσα χρειάζεσαι».
Πήγα στο σακάκι του, έβγαλα το πορτοφόλι και …τα έχασα. Ήμουν από τα λίγα παιδιά εκείνης της εποχής, με οικονομική άνεση, αλλά τόσα χρήματα σε νεανικό πορτοφόλι δεν είχα ξαναδεί. Ήταν πάρα πολλά χαρτονομίσματα [δεν τα μέτρησα, βέβαια], και άρχισα να βγάζω κάποιο σημαντικό ποσό, αρκετά μεγαλύτερο από εκείνο που θα ήθελα αρχικά.
« Παίρνω τόσα και αύριο το απόγευμα θα τα έχεις. Σ’ ευχαριστώ» , του είπα και ξεκίνησα να φύγω. « Καλή τύχη», μου φώναξε εκείνος δυνατά…
Σε όλη τη διαδρομή προς τη Πειραϊκή, εκεί ήταν το σπίτι που θα παίζαμε, δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου τον Κώστα. Ήξερα ότι ακόμα και αν έφευγα ‘’ταπί’’ από το παιχνίδι, δεν υπήρχε περίπτωση να εκτεθώ απέναντι του. Όμως η όλη του στάση, αυτή η ανυπόκριτη γαλαντομία, με γέμιζε σαν άνθρωπο. Δεν συναντούσες τέτοιες ‘’κουβαρντοσύνες’’ εκείνα τα χρόνια και μάλιστα έτσι, σχεδόν εθελοντικά….
Φθάνοντας και χτυπώντας το κουδούνι της ‘’λέσχης’’, η σκέψη μου ήταν: απόψε θα τους τα πάρω χοντρά. Και έτσι συνέβη. Μόνο που η ρέντα μου εκείνο το βράδυ ήταν κάτι πρωτόφαντο. Ένα ζήταγα, δύο έβρισκα. Χαρτιά έπαιζα τουλάχιστον 3-4 φορές τη βδομάδα και όχι πάντα με φίλους, τα δε ποσά του τραπεζιού μεγάλα. Ποτέ όμως πριν, δεν είχα βιώσει την ηδονή του κάθε χαρτοπαίκτη: την απόλυτη ρέντα. Ούτε και μετά. Ποτέ και μέχρι σήμερα. Ήμουν όμως σίγουρος, σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, ότι το ‘’πνεύμα’’ του Κώστα ήταν εκεί, δίπλα μου!! Το ‘’γούρι’’ ήταν τα χρήματα του Κώστα, έτσι το ένοιωθα.
Ξημερώματα, σχεδόν πρωί πια, και με ένα μεγάλο ποσό κερδισμένο στη μέσα τσέπη, πήγα σε μια κοντινή και γνωστή παραλιακή καφετέρια της Πειραϊκής, για το συνηθισμένο μου άρτυμα μετά από μια ολονύχτια χαρτοπαιξία και καμία 50ρια τσιγάρα [άφιλτρα] στους πνεύμονες και το άδειο στομάχι: φρέσκο βούτυρο με μέλι, φρέσκο ψωμάκι και ζεστό φρέσκο γάλα.. Ευτυχία!! Γι αυτό και τα θυμάμαι τόσο έντονα, σαν να είναι τώρα..
Πιο νωρίς απ’ ότι συνήθως, το βραδάκι, ήμουν απίκο στου Αυδή. Όμως ο Κώστας δεν φάνηκε μέχρι αργά. Έφυγα…. Ανέβηκα προς το Τζάνειο, εκεί που σύχναζα [αν κάπου σύχναζα], γιατί εκτός από μια ξεχωριστή παρέα 4-5 πολύ καλών φίλων που είχα εκεί, συναντούσα και τον ‘’δάσκαλο’’. Έτσι αποκαλούσα τον ‘’μαικήνα’’ μου στα χαρτιά, τον 50αρη Γιάννη Ζήμερα, τον ηλεκτρολόγο τού απέναντι στο καφενείο ‘‘Τζάνειου Νοσοκομείου’’. Σίγουρα θα μιλήσω και γι’ αυτόν κάποια στιγμή. Πρέπει…
Ήταν όλοι εκεί, και ο "δάσκαλος". Φαίνεται θα ήμουν πολύ ‘’φτιαγμένος’’ στην περιγραφή, αρχικά της χαρτοπαιξίας και στη συνέχεια του Κώστα και της όλης στάσης του. Όλοι τους συμφωνούσαν ότι ήθελαν να τον γνωρίσουν. Και προς Θεού! Με καμιά δεύτερη σκέψη στο μυαλό τους. Τα παιδιά τα ήξερα καλά και μάντευα το ενδιαφέρον τους να γνωρίσουν ένα τύπο σαν αυτόν που μόλις τους είχα ‘’ζωγραφίσει’’ με τα ωραιότερα χρώματα..
Το μεσημέρι πια της επόμενης [3ης] μέρας, κατηφόρισα πάλι για του Αυδή. Δεν είχα κάτι άλλο στο μυαλό μου εκείνες τις ώρες. Έπρεπε να βρω τον Κώστα και δεν ήξερα που αλλού θα μπορούσα να τον εντοπίσω. Ούτε τις παρέες του, ούτε το σπίτι του ήξερα. Αλλά ούτε και το επίθετό του. Και μπιλιάρδο έπαιξα, και τα ούζα μου κατέβασα και η ώρα πέρασε, όμως ο Κώστας πουθενά. Πριν φύγω, σκέφτηκα να αφήσω μήνυμα μέσω του Αυδή. Αυτός μας ήξερε όλους, με τα μικρά μας ονόματα όμως. Άφησα και το τηλέφωνο του καφενείου που θα πήγαινα και έφυγα.
Όπως φθάνω στην απέναντι, στάση των ταξί [πειρατικά, κάτι τεράστιες αμερικάνικεςλιμουζίνες], βλέπω να παρκάρει ένα ταξί και να αποβιβάζει. Πλησιάζω για να το πάρω και πέφτω πρόσωπο με πρόσωπο με τον Κώστα! Δεν ξέρω πως θα σας φανεί, αλλά τον αγκάλιασα και… μόλις που δεν τον φίλησα! Και εκείνος αντέδρασε σχεδόν με την ίδια χαρά. Ξαναμπήκε στο ταξί, προτείνοντάς μου να πάμε σπίτι του. Τον ακολούθησα.
Πήραμε την παραλιακή της Ζέας , περάσαμε τη Λέσχη του Ολυμπιακού, μετά κάτω από το σπίτι μου [δεν ανέφερα τίποτα] και φθάσαμε στη Φρεατίδα. Τρία τετράγωνα πιο κάτω, το ταξί σταμάτησε μπροστά σε ένα διόροφο σπίτι. Τελικά είμαστε και γείτονες… Άνοιξε την εξώπορτα με τα κλειδιά του και ανεβαίνοντας τις σκάλες φώναξε δυνατά: « Έχω παρέα!!»
Στο κεφαλόσκαλο, έξω μάλλον από την εσωτερική πόρτα στεκόταν μια όμορφη ξανθιά 50άρα, σαν γερμανίδα, ψηλή και με αθλητικό παράστημα.« Η Μητέρα μου» είπε ο Κώστας. « Χαίρω πολύ…» και της συστήθηκα με το όνομά μου.
Το εσωτερικό του σπιτιού, χρωματικά, έμοιαζε στον Κώστα και τη μητέρα του. Ωραία, βαριά επίπλωση, χαλιά , τοίχοι, πίνακες, λαμπατέρ, όλα σε μια απόχρωση μεταξύ του μπεζ, του πορτοκαλί και του καφέ. Μια αρχοντική ατμόσφαιρα. Στη πλάτη του σαλονιού [όχι καθιστικού] κυριαρχούσε μια μεγάλη έγχρωμη φωτογραφεία ενός άνδρα, με τη στολή αξιωματικού του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.
« Είναι ο πατέρας μου. Σκοτώθηκε στο πόλεμο του 40», είπε ο Κώστας, βλέποντας τα μάτια μου καρφωμένα επάνω της.
« Εκτός από γείτονες, έχουμε και δύο πατέρα πλοίαρχο» είπα εγώ, κάπως αμήχανα….
« Ξέρουμε την οικογένεια σου, η κόρη μου είναι συμμαθήτρια. με την μικρότερη αδελφή σου» , συμπλήρωσε η μητέρα του Κώστα, ευγενικά.
Όση ώρα έλλειψε ο Κώστας, για φρεσκαριστεί, η μητέρα του έδειξε να γνωρίζει ότι ήταν μία γνωριμία πρόσφατη, αυτή με τον γιο της, αλλά και ότι ο Κώστας ήταν πολύ χαρούμενος με ότι συνέβη. Μου είπε, επίσης, ότι ο Κώστας είναι φοιτητής στη Σχολή Φυσιογνωσίας του Πανεπιστημίου Αθηνών [πρωτοετής] και ότι από εκεί πηγαίνει πρώτα για μπιλιάρδο, πριν καταλήξει αρκετά νωρίς, στο σπίτι για μελέτη. «Κάτι σαν εκτόνωση», όπως είπε. «Δεν είναι τού πολύ έξω, έχει στόχους ο Κώστας»…
Έχοντας συναίσθηση ότι πολλές καλές οικογένειες είχαν ακούσει κάποιες φήμες για μένα, του στυλ: «κρίμα και είναι από τόσο καλή φαμίλια», θεώρησα ότι οι επισημάνσεις της αποτελούσαν κάποια σαφή προειδοποίηση…. Αυτά, είναι αλήθεια, προσγείωσαν αισθητά τον αρχικό αλλά και μέχρι τη στιγμή εκείνη, ενθουσιασμό μου. Δεν θέλησα να το δείξω, αλλά δεν υπήρξα ποτέ κάποιος που υποκρινόταν.
Έτσι, όταν ο Κώστας επέστρεψε στη παρέα, έπιασε αμέσως όποια την αμηχανία που υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Με την πρώτη ματιά, πριν λεχθεί το παραμικρό. Όπως απεδείχθη αργότερα, ήξερε καλά τη μητέρα του. Απευθυνόμενος σ αυτήν, είπε αρκετά κοφτά: « Μαμά, εμείς θα κατέβουμε αμέσως, θα φάω έξω και μάλλον θα αργήσω απόψε. Μην ανησυχήσεις…. » Σκέτο τελεσίγραφο, δηλαδή. Εκείνη μας ευχήθηκε να περάσουμε καλά και με καληνύχτισε ευγενικά..
Με το που βρεθήκαμε στο δρόμο – ήταν ήδη αργά και έκανε κρύο – θέλησα κάτι να πω, αλλά ο Κώστας με πρόλαβε. Και με παρακάλεσε να μη την παρεξηγώ, έτσι είχε μάθει από τον πατέρα του και σύζυγό της: να ζουν με κανόνες μάλλον στρατιωτικής πειθαρχίας και όχι μιας απλής οικογενειακής αυστηρότητας. Με λίγα λόγια μου ζήταγε συγνώμη για τη στάση της, παρ’ όλο που δεν ήταν παρών ώστε να ξέρει τι λέχθηκε. Σίγουρα είχε πείρα από τέτοιες στάσεις και συμπεριφορές. Την ήξερε καλά. Μητέρα του ήταν.
Εγώ βέβαια, του είπα ότι δεν ήθελα να θίξω τέτοιο θέμα και ότι, όσο με αφορά, δεν με παραξένεψε κάτι. Απλά ήθελα να τον ευχαριστήσω για προχθές και να του επιστρέψω τα χρήματα.Κατά τα άλλα, επειδή ήταν αργά, ας πηγαίναμε να τσιμπήσουμε κάτι και να το διαλύσουμε νωρίς….Προχωρήσαμε μέχρι την καλλίτερη, ίσως, ψαροταβέρνα του Πειραιά, του ‘Γουζούαση’, στη παραλία της Φρεατίδας, ανάμεσα στα σπίτια και των δυο μας, δεξιά και αριστερά.
Όπως διαπίστωσα πολύ γρήγορα, ο Κωστής δεν ήταν του πιοτού και έτσι η γλώσσα του λύθηκε στο τάκα τάκα. Εγώ, έξω από τις συνήθειές μου, τον άφησα να μιλάει χωρίς να τον διακόπτω, αλλά και χωρίς να με κουράζει αυτό. Όλα όσα ανέφερε ήταν πολύ ενδιαφέροντα. Έκανε μια περίληψη της ζωής του, κάτι που έμοιαζε με ‘’εξομολόγηση’’. Όσο προχωρούσε τόσο περισσότερο άρχιζα να τον κατανοώ και να τον συναισθάνομαι.
Στην ουσία έψαχνε για την επανάστασή του, αλλά δεν φαινόταν καθόλου εύκολο κάτι τέτοιο, γι αυτόν. Ούτε του πήγαινε σαν χαρακτήρας, ούτε και οι συνθήκες τού το επέτρεπαν. Αυτός, σε αντίθεση με μένα, είχε χάσει τον πατέρα του και αισθανόταν σαν το αγόρι της οικογένειας, κάπου στη θέση του ‘’μπαμπά’’ του [όπως τον ανέφερε], ιδίως απέναντι στην αδελφούλα του [δεν θυμάμαι τώρα όνομα], δύο χρόνια μικρότερή του. Και η μητέρα του ήταν μια δεσποτική ‘’φρουϊλάιν’’. Αυτό έβγαινε απ’ τα λόγια του.
Σε κάποια στιγμή ανέφερε την ηλικία του και [τρίτη σύμπτωση στο ίδιο βράδυ] διαπίστωσα πως είχαμε γεννηθεί την ίδια χρονιά: το 1930, εγώ Μάη κι αυτός Γενάρη. Με πέρναγε 4 μήνες. Εκεί ευχηθήκαμε γελώντας, να πηγαίναμε μαζί και στο Ναυτικό για τη θητεία μας, που πλησίαζε. [Σημείωσε, παρακαλώ, αυτή την ευχή μας περί θητείας].
Μου ανέφερε και ότι ήταν τρελά ερωτευμένος με τη Διδώ, συμφοιτήτριά του στο Πανεπιστήμιο [αλλά εκείνη στη Νομική] και πως σκόπευαν να παντρευτούν κάποια στιγμή. Μέχρι και ότι δεν ήταν παρθένα, όταν τη γνώρισε, μου είπε. Η Διδώ ήταν ανεψιά ενός, εν ενεργεία υπουργού τής τότε Κυβέρνησης του Λαϊκού Κόμματος [ΝΔ της εποχής μας], που ήταν και το κόμμα που υποστήριζε ο πατέρας μου.
Είπαμε πολλά εκείνο το βράδυ, γιατί ανταποκρίθηκα κι εγώ από κάποια στιγμή και μετά. Ήταν πια μια συζήτηση από ‘’καρδιάς’’, ειλικρινής. Είχα αρχίσει να ανακτώ τον αρχικό μου ενθουσιασμό για τον Κώστα, να τον νοιώθω σαν φίλο μου, αλλά πολύ εύθραυστο, αδύνατο στη ψυχή, όχι σωματικά…Στην ουσία ήταν ένας γίγαντας [1.87] με πήλινα πόδια. Ωραία κορμοστασιά, όμορφο πρόσωπο, γαλανομμάτης, με ξανθό σαν στάχυ μαλλί… Φτυστός η μητέρα του, μόνο στην εμφάνιση όμως. Εκείνη ήταν ακριβώς το αντίθετο. Δυνατή, ευγενικά ψυχρή, δεν άφηνε περιθώρια για τρυφερότητες και μητρικές αδυναμίες. Και πάνω απ όλα: δεσποτική εκ χαρακτήρος.
Τότε, όλα αυτά ήταν απλά οι εντυπώσεις ενός νεαρού. Βέβαια οι 19ρηδες του 1949, δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τους νέους του σήμερα. ‘Ηταν άλλα χρόνια εκείνα, μεστά και ανατρεπτικά στην κάθε στιγμή τους. Μόλις είχαμε βγει από ένα μεγάλο πόλεμο και ήδη ζούσαμε τα αποτελέσματα από έναν εμφύλιο-καρκίνο, που τέλειωνε όπως τέλειωνε και που εμένα με είχε ‘‘σφραγίσει’’ λόγω εμπλοκής. Και άλλωστε γιατί να απολογούμαι; Έτσι τα ζύγισα τότε τα του Κωστή και έτσι, ακριβώς, τα έφερε η ίδια η ζωή μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια μόνο, δυστυχώς…
(η βαβέλ)
Ακολούθησαν μέρες στενής παρέας με τον Κωστή, μιας και το πρώτο που φρόντισα, ήταν να τον γνωρίσω με τους φίλους μου στο καφενείο του Βουτυρίτσα, τους ‘’κολλητούς’’ μου που θα λέγαμε σήμερα Δεν χρειάστηκε κανένας κόπος για να δέσει ο Κωστής με όλους μας. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να ενταχθεί στο ειδικό κλίμα της παρέας και να συμβιβαστεί με την ατμόσφαιρα ενός καφενείου, όπως αυτό. Το είχα ζήσει κι εγώ αυτό το ατμοσφαιρικό σοκ, όταν πρωτοβρέθηκα εκεί. Και τον είχα προετοιμάσει ανάλογα. Ίσως πρέπει να μείνω λίγο στα του καφενείου, γιατί από τη στιγμή που εντάχθηκε κι ο Κωστής στη παρέα συνέβησαν πράγματα. Υπήρξαν αλλαγές στη ζωή του Κωστή αλλά και στη δική μου…
Για πρώτη φορά εγώ απόκτησα ένα σταθερό στέκι, τουλάχιστον για το απόγευμα και μετά. Μετά και η όλη παρέα δέθηκε περισσότερο. Το στέκι αυτό έγινε για 2-3 χρόνια (μόνο, δυστυχώς) σημείο αναφοράς για πολλούς λόγους, πρακτικούς αλλά και ουσίας… Από τη συγκεκριμένη παρέα, ο μόνος άεργος (!) ήμουν εγώ. Αλλά και ο μικρότερος στα χρόνια. Όλοι οι άλλοι εργάζονταν χειρονακτικά, από τη στιγμή που μόνιμη δουλειά δεν ήταν δυνατόν να έχουν. Ήταν οι απόκληροι (χιλιάδες ήταν) της Μακρονήσου, οι λεκιασμένοι δια βίου, τάχατες κομμουνιστές, λόγω πατρός κυρίως.
Οι φίλοι μου, ήταν απόφοιτοι του [σημερινού] Λυκείου, όπως κι εγώ, αλλά το πέρασμά τους από τη
Μακρόνησο και η συμβίωσή τους με μεγαλύτερους στην ηλικία κρατούμενους-κομουνιστές, τους είχε δώσει ένα σημαντικό πνευματικό προβάδισμα. Στα μάτια μου έδειχναν ώριμοι, ολοκληρωμένοι. Και είχαν ''αποφοιτήσει'' με ''πτυχίο'' στην μαρξιστική τεχνική του διαλεκτικού τρόπου σκέψης και ανάλυσης για κάθε, ακόμα και καθημερινό θέμα.Ο Κώστας δεν είχε πρόβλημα ένταξης σε τέτοιο περιβάλλον. ‘Ηταν ήδη φοιτητής και μπασμένος σε θέματα μελέτης και ανάλυσης, αλλά και πνευματικά δυνατός. ΄
Όμως οι υπόλοιποι, η πλειοψηφία των θαμώνων του καφενείου, ήταν ένα σκορποχώρι. Ότι ‘’μάρκα’’ ανθρώπου έψαχνες ήταν εκεί, παρούσα [σένα χώρο 180 τ.μ.]: Μεγαλέμποροι, κάθε λογής και ποιότητας. Υπάλληλοι και συνταξιούχοι στρατιωτικοί, παρόντες. Αφεντικά της ψαραγοράς, από τους πρώτους. Εργάτες , αστυνομικοί, ελεύθεροι επαγγελματίες, νοσοκόμοι, γιατροί και τραυματιοφορείς του απέναντι Νοσοκομείου, ότι βάζει το μυαλό σου, ήταν εκεί καθημερινά. Σημείο αναφοράς για απαξάπαντες: η χαρτοπαιξία, οι πολιτικές συζητήσεις [εκτός των φίλων μου], το ποδόσφαιρο και βέβαια το ‘‘σπορ’’ των Ελλήνων, το χωρίς έλεος κουτσομπολιό.
Η Διδώ
Σύντομα γνωρίσαμε και τη Διδώ, την κοπέλα του Κώστα. Προτίμησε να την φέρει εκεί στη ‘’βαβέλ’’, γιατί τού το είχε ζητήσει η ίδια, μετά τα όσα της είχε περιγράψει για πρόσωπα, πράγματα και ατμόσφαιρα…. Η Διδώ, ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Γόνος μεγάλης πολιτικής και πάμπλουτης οικογένειας, ήταν και λόγω σπουδών [νομικά], πολιτικοποιημένο άτομο. Στον κύκλο της δεν χωρούσαν ''βαβέλ''. Γνώριζε την ύπαρξη ενός τέτοιου κόσμου ,δεν είχε όμως ποτέ την ευκαιρία να τον ζήσει από κοντά. ‘Ότι ήξερε, ήταν από το σινεμά της εποχής, που χάλαγε κόσμο τότε ή από νουβέλες και ηθογραφίες.
Φαίνεται ότι την ενθουσίασε η ατμόσφαιρα, αλλά και η νέα παρέα του ‘‘φίλου’’ της. Αντίθετα με τα περί μελλοντικού γάμου που μου είχε περιγράψει ο Κωστής, εγώ διέκρινα μια διαφορετική σχέση, πολύ πιο χαλαρή από μέρους της. Ίσως και λόγω χαρακτήρα, αλλά και του ότι ήταν μεγαλύτερή του 2-3 χρόνια, τον έβλεπε μάλλον σαν εραστή της και τίποτα πάρα πάνω.
Και εγώ έπρεπε να προσέχω τα λόγια και τη στάση μου, απέναντί της. Αδελφές, φίλες ή γκόμενες, των ανθρώπων που συναναστρεφόμουν, ήταν απαγορευμένος καρπός για μένα. ‘Ηταν ένας απαράβατος κανόνας τιμής. Σιχαινόμουνα την έννοια ‘’λιγούρης’’ για κάθε άντρα. Εγώ τους αποκαλούσα ‘’λαχταροκώληδες’’…
Η Διδώ είχε διαφορετικές ώρες σπουδών από τον Κώστα και σύντομα διαπίστωσα ότι είχε και διαφορετικές ‘’παρέες’’. Έχοντας ανέβει στην Αθήνα για πρωινή βόλτα και σινεμά και μπαίνοντας στο ‘‘Ρωσικό’’ για μπίρα με πραγματικό, μοσχοβίτικο πιροσκί, διέκρινα τη φιγούρα της καθισμένη στο σκαμπό τού μπαρ, να συνομιλεί πίνοντας τη μπίρα τους στο πολύ-πολύ φιλικό, με ένα τύπο 35άρη, στυλ μποέμ και ‘’γκόμενου’’. Το μαγαζί ανήκε στον ρωσοέλληνα συνθέτη Νίκι Γιάκοβλεφ και τη σύζυγό του Μαίρη Λω, διάσημη ντιζέζ της εποχής. Φυσικά ήταν και ένα από τα πιο in στέκια του καλλιτεχνικού κόσμου. Μου άρεσε πολύ.
Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν κάποια στιγμή, αλλά και οι δύο κάναμε το ‘’παγόνι’’. Φυσικά δεν έκανα την παραμικρή κουβέντα στον Κώστα, αλλά και τι να του έλεγα; Λόγια; Μερικές μέρες αργότερα, πρέπει να ήταν μεσημεράκι και έπαιζα πρέφα, με φωνάζει ο Αντώνης [καφετζής] στο τηλέφωνο. Ήταν η Διδώ, μες τη καλή χαρά…
«Κατεβαίνω στο Πειραιά με μια συμφοιτήτριά μου. Είπα και τού Κώστα αλλά έχει μάθημα. Θέλεις να συναντηθούμε να μας ξεναγήσεις στα στέκια σου;» Και κολλητά, πριν προλάβω να πω κάτι:« Ο Κώστας μου πρότεινε να σε πάρω, αυτός μου έδωσε και το τηλέφωνο, όπως καταλαβαίνεις».
Δεν είχα λόγο να αρνηθώ, αφού δεν θα ήταν και μόνη της.
« Εμείς είμαστε ήδη στο Φάληρο, θέλεις να συναντηθούμε εδώ, στο μπαρ του ξενοδοχείου ''Φαληρικόν''; Έχουμε ξαναπάει, είναι ωραία», συμπλήρωσε….Το γνώριζα.
Όταν έφθασα, εκείνες ήταν ήδη εκεί . Με σύστησε στη φίλη της, Ναταλία την έλεγαν, και μετά μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Με νάζι και γελώντας λέει στη φίλη της:
« Ξέρεις, ο Μ. είναι ο καλύτερος, ίσως ο μόνος, φίλος του Κώστα. Αλλά εγώ δεν τον γνωρίζω ακόμα τόσο καλά, τώρα στην ουσία μαθαινόμαστε. Δεν είναι γοητευτικός;»
Η συζήτηση από τη πρώτη στιγμή βρώμαγε μπαρούτι. Δεν ήμουν ούτε άπραγος ούτε αφελής, φυσικά. Όμως δεν υπήρχε περίπτωση, ούτε μια στις χίλιες, να τη πατήσω. Μόνη διέξοδος [επιλογή] ήταν να κάνω το ‘’παγώνι’’ και συγχρόνως να αρχίσω, πολύ διακριτικά βέβαια, το φλερτ με τη Ναταλία, τη φίλη της. Σύγχρονα άρχισα να ξαναγεμίζω τα ποτήρια τους [και το δικό μου] με κόκκινο κρασί, που εκείνες είχαν ήδη παραγγείλει. Το όπλο του κρασιού [σ’ αυτές τις περιπτώσεις] είχε δουλέψει άπειρες φορές... Μόνο που αυτή τη φορά την ‘’ψηλοπάτησα’’ κι εγώ. Σιγά –σιγά, με το φλερτ, το κρασί, τα αγγίγματα, η Ναταλία, ξέροντας ότι δεν παίζει κάτι με τη φίλη της, ξεσάλωσε. Σε κάποια στιγμή, έτσι στο ξαφνικό, λέει της Διδούς: « Πες του να με φιλήσει στο στόμα. Τώρα! πες του»
Η Διδώ όλο αυτό το διάστημα ήταν άνετη, χαρούμενη, πέρναγε καλά, όπως όλοι μας. Η συζήτηση ήταν περί ανέμων και υδάτων, χαλαρή κι ευχάριστη. Η ξαφνική πρόκληση της Ναταλίας την αιφνιδίασε τόσο, ώστε να της απαντήσει επιθετικότατα: « Από πότε ντρέπεσαι να το ζητήσεις μόνη σου;»
Δεν βρήκα άλλη λύση. Έσκυψα στο πλάι, προς τη Ναταλία και τη φίλησα στο στόμα, στο χαλαρό. Εκείνη αντέδρασε διαφορετικά και πιάνοντάς μου το κεφάλι με τα δυο χέρια της, κόντεψε να μου βγάλει τις αμυγδαλές…. Μετά κρατώντας ακόμα το πρόσωπό μου, είπε :
« Σε ξενοδοχείο είμαστε, δεν κλείνεις ένα δωμάτιο, να μην ενοχλούμε και τη Διδώ»;;
Ατάκα η Διδώ, ήρεμα, αλλά και πάλι κακιασμένα, λέει: «Καλή ιδέα. Θα το κρατήσουμε μετά κι εμείς με το Κώστα. Μόνο μην αργήσετε»!!
Για τον Κώστα και τη Διδώ, μιλάμε εδώ. Δεν γράφουμε κάποιο ελαφρύ πορνό. Μετά τη συνάντηση μας στο μπαρ της Αθήνας [με τον τύπο] και τώρα με τη Ναταλία, ο Μ. δεν χρειαζόταν κάτι άλλο…ήξερε πια τι έπαιζε…
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, ο καιρός πέρναγε, η όμορφη παρέα συνεχίζονταν, ο καθένας στα δικά του κι’ εγώ στις τρέλες μου: στα τσιγάρα μου, στα πιοτά μου, στη Μαιρούλα μου και στα χαρτιά μου. Α! και τον ΟΛΥΜΠΙΑΚΌ….
(η τούμπα)
Κάθε τόσο, κυρίως τα άλλα παιδιά, ρωτάγαμε τον Κώστα για τη Διδώ: τι κάνει, πως είναι, τέτοια,
κοινωνικά. Κάποιο βράδυ, όλος χαρά, ο Κώστας μου ανήγγειλε πως η Διδώ φρόντισε, μέσω του Θείου της [υπουργού], να μας βάλλουν τηλέφωνο στο σπίτι. Θα με ειδοποιούσε εκείνη για τις ενέργειες που απαιτούνταν. Μεγάλο ρουσφέτι αυτό, τότε. Πριν τρέξει οτιδήποτε, όλα ήρθαν τούμπα. Κεραυνός!
Απόγευμα, και ο Κώστας μου τηλεφωνεί στο καφενείο, αν μπορούσα να πήγαινα αμέσως στο σπίτι του. Σε πολύ λίγο ήμουν εκεί. Συναντώ ένα Κώστα ζωντανό νεκρό… Ανήσυχος τον ρωτάω τι συμβαίνει. Μη βλέποντας εκεί τη μητέρα του, θεώρησα πως κάτι είχε συμβεί σ΄εκείνη… Όχι, είναι κάτι άλλο πιο σοβαρό, μου είπε και απόρησα. Τι ποιο σοβαρό; Η Διδώ, μου λέει. Και αρχίζει να μου εξιστορεί τα γεγονότα:
Πήγε να την πάρει από τη Σχολή της για να πάνε για φαγητό και να βρεθούν. Εκεί τη είδε να συνομιλεί με κάποιο ‘’τύπο’’. Πλησίασε, πήγε να της πιάσει το μπράτσο και ακούει το τύπο να του λέει:
« Άντε φύγε από δώ, ρε μαλάκα»
.
Κάθε άλλο παρά αυτό ήταν το στυλ του Κώστα. Τα έχασε.. Κάτι πήγε να πει η Διδώ, αλλά ο άλλος, χωρίς καν να έχει πει κάτι ο Κώστας, τον πλησιάζει και του ρίχνει μια γροθιά στο πρόσωπο. Και μετά φεύγει, σαν μην έτρεχε τίποτα…. χωρίς βιασύνη.
Δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα άλλο. Μου τα διηγείται όλα αυτά, κάτωχρος, ψυχρός, ήρεμος. Χωρίς θυμό… Κρύο αίμα. Πράγματα ξένα σε μένα. Προσέχοντας πολύ τα λόγια μου, τον ρωτάω περί ηλικίας και εμφάνισης τού τύπου, και τέλος: « Και η Διδώ, τι έκανε η Διδω, τι σου είπε»;
Η Διδώ [ξανάρχισε ο Κώστας] μου ομολόγησε ότι με αυτό το άτομο είχε κάνει τις πρώτες της σχέσεις, σαν μαθήτρια και ήταν αυτός ο πρώτος της. Μάλιστα, είχε μείνει έγκυος σε κάποια φάση και την πήγε ο ίδιος για την έκτρωση. Αυτό κράτησε μέχρι που γνώρισε τον Κώστα, πριν ένα χρόνο περίπου, στο ταξίδι του Πανεπιστημίου στην Ιταλία.
«Εκεί ερωτευθήκαμε και μάλιστα παρατείναμε τη διαμονή μας για μερικές ακόμη μέρες», συμπλήρωσε...
Τον άκουγα να μου τα διηγείται [κάπως] έτσι σαν να επρόκειτο για κάποιο μυθιστόρημα, μια ταινία…
Βουβός, χωρίς ερωτήσεις. Άλλωστε δεν άφηνε κενά. Εμένα με έκαιγε το δια ταύτα. Καταλάβαινα ότι, όπου να ‘ναι θα με έβαζε και εμένα στο παιχνίδι. Γιατί με φώναξε; Έτσι, του άρεσε να ξευτελίζεται στα μάτια του ανθρώπου που ‘’δήλωνε’’ πως θαύμαζε; Ποιος κάνει τέτοια επιλογή;
Απότομα, σταματάει κάποια στιγμή και με ρωτάει: « Γιατί δεν λες κάτι; Γιατί δεν ρωτάς τίποτα; Τι θα κάνουμε γι αυτό;»
Από παιδί, δεν τα ‘’έχανα’’ εύκολα. Ούτε κι αυτή τη φορά, φυσικά. Μάλλον τσαντισμένα, δεν φρόντισα καν να το κρύψω, αλλά και στα ίσια του λέω [περίπου]: « Λέγε Κωστή, έλα στο δια ταύτα. Τι ζητάς από μένα; Πες!»
Με κοίταξε απόλυτα ήρεμος και λέει, σχεδόν συλλαβιστά : « Τον θέλω νεκρό! ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ!!»
Σίγουρα αυτό δεν το περίμενα με τίποτα. Πρώτο απ όλα, δεν ταίριαζε στο Κώστα που ήξερα εγώ. Του απάντησα ήρεμα: « Αυτά δεν λέγονται, ρε Κώστα. Τα κάνεις, δεν τα λες».
« Δεν μπορώ να το κάνω. Μακάρι να μπορούσα, αλλά δεν μπορώ. Αυτό που σου ζητάω, γιατί δεν έχω κάποιον άλλο πιο δικό μου, είναι να βρεις τον κατάλληλο άνθρωπο. Εσύ μπορείς να τον βρεις. Θα τον χρυσώσουμε, ξέρεις ότι το μπορώ».
Δεν του είπα όχι, ούτε και ναι, βέβαια. Του είπα:
« Πριν κάνουμε οτιδήποτε θέλω να ακούσω τι θα μου πει η Διδώ. Πες της να κατέβει αύριο , ότι ώρα θέλει. Εμένα με ενδιαφέρει να ξέρω όνομα, στέκια, τις φιλίες του μάγκα. Εσύ δεν ξέρεις τίποτα. Μόνο τη φάτσα του. Πες της να κατέβει, ακόμα και σήμερα»…
Τον έβλεπα πια σαν μωρό, σαν παιδί. Επί τόπου σηκώνει το τηλέφωνο [είχαν] και μιλάει στη Διδώ. Είπαν αρκετά, κάποια στιγμή με ένταση, τέλος συμφώνησαν.
« Αύριο το απόγευμα θα τη δούμε. Μου είπε στο ''Φαληρικό'', εκεί που συναντηθήκατε και με τη Ναταλία»
« Όχι Κωστή, εσύ δεν θα είσαι εκεί. Δεν θα μπορώ να μιλήσω όπως θέλω, μπροστά σου. Ούτε και εκείνη θα το ήθελε φαντάζομαι. Και μπορεί να πληγωθείς περισσότερο».
Και έτσι έγινε. Το δέχτηκε χωρίς αντίρρηση. Ήταν φανερό πως είχε αφεθεί τελείως σε μένα, και αυτό με ανησύχησε αντί να με κολακέψει. Μου φόρτωνε μεγάλο βάρος, κυρίως ηθικό. Δεν ήταν ο Κώστας εναντίον του ‘’μάγκα’’. Ούτε Κώστας – Διδώ. Ήξερα ότι γνώριζα τη Διδώ περισσότερο από εκείνον και πίστευα ότι δεν ήταν ειλικρινής. Εκείνος ήταν πληγωμένος, δαρμένος και το χειρότερο: ερωτευμένος!!. Η Διδώ απλά έπαιζε… και μάλιστα χωρίς κανόνες, στο άγαρμπο. Κι εγώ ήμουν πολύ τσαντισμένος, κυρίως με την κοπελιά…..
Η συνάντηση με τη Διδώ έγινε σύμφωνα με το πρόγραμμα. Πήγα στο ''Φαληρικό'' αρκετά νωρίτερα για δύο λόγους: ήθελα χρόνο για να ηρεμήσω, αλλά και να διαλέξω μια ήσυχη γωνιά στο μπαρ. Παράγγειλα το κρασί που είχαμε δοκιμάσει την άλλη φορά και έναν ελληνικό [τούρκικο]. Στο μυαλό μου κυριαρχούσε η χθεσινή συνάντηση με τον Κώστα και τα όσα είχαν λεχθεί. Θυμόμουν έντονα και περισσότερο τις τελευταίες στιγμές: Φεύγοντας εγώ, με αγκάλιασε και με φίλησε, όπως ένα παιδί τον πατέρα του ή τον μεγαλύτερο αδελφό του. Ανακουφισμένος, βέβαιος για μένα. Και αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Δεν ήμουν τίποτα από τα δύο. Ένας φίλος ήμουνα και μάλιστα, στα είκοσι μου χρόνια. Παιδί ήμουν κι εγώ… Και τώρα έπρεπε να χειριστώ ‘’ξένες’’ για εμένα και τον ατίθασο χαρακτήρα μου καταστάσεις και μάλιστα εκ των υστέρων.
Συνεχίζεται (λόγω χώρου)
Radical30 World :: Περιεχόμενα :: κλικ > Το Blog/Forum Radical World - Περιεχόμενα :: ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ - ΓΝΩΜΕΣ - ΑΠΟΨΕΙΣ - ΚΡΙΣΕΙΣ :: Η "γωνιά" του Radical30
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Κυρ 06 Μαρ 2016, 12:59 από radical30
» Forsaken-2015 ******
Δευ 22 Φεβ 2016, 10:13 από radical30
» The First Grader *******
Δευ 08 Φεβ 2016, 13:05 από radical30
» Περί των "Κοινών Αγαθών"
Παρ 05 Φεβ 2016, 02:20 από radical30
» Ο δικός μου "χιονάνθρωπος"
Τετ 03 Φεβ 2016, 06:11 από radical30
» Δημήτρης Βαρδαβάς
Τετ 03 Φεβ 2016, 04:52 από radical30
» Η "Νονά"
Σαβ 23 Ιαν 2016, 06:11 από radical30