Σύνδεση
Πρόσφατα Θέματα
Παρόντες χρήστες
44 χρήστες είναι συνδεδεμένοι αυτήν την στιγμή:: 0 μέλη, 0 μη ορατοί και 44 επισκέπτες Κανένας
Περισσότεροι χρήστες υπό σύνδεση 400, στις Τρι 22 Οκτ 2024, 21:40
ΚΩΣΤΑΣ ΓΡΙΤΖΕΛΙΑΣ
Radical30 World :: Περιεχόμενα :: κλικ > Το Blog/Forum Radical World - Περιεχόμενα :: ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ - ΠΑIΔΕΙΑ :: Προσωπικότητες
Σελίδα 1 από 1
ΚΩΣΤΑΣ ΓΡΙΤΖΕΛΙΑΣ
kakius
Γριτζελιάς Κώστας
""Δρόμοι σπαρμένοι με αίμα..""
Η αρχή.
Η απελευθέρωση του Ελληνικού έθνους βρήκε τους Γριτζελαίους
στη σκλαβωμένη ακόμη περιοχή της χώρας.Τα χειμερινά λιβάδια τους ήταν στη περιοχή της Άρτας. Όταν όμως πήγαν οι φοροεισπράχτορες να πάρουν του φόρους, αυτοί όχι μόνο αρνήθηκαν να πληρώσουν αλλά και τους επιτέθηκαν μαζί με τους τσοπάνηδες ,τους σκότωσαν και πήραν και όλους τους φόρους που είχαν στα ζώα φορτωμένους.
Μετά τα δυο αδέρφια οι Γριτζελαίοι, πήραν από δυο ζώα και τους φόρους που άρπαξαν από τους τούρκους φοροεισπράχτορες και ρίχτηκαν στις κατηφοριές των Αγράφων.
Ο ένας έπεσε στη ρεματιά του Πηνειού και βγήκε κατά τη Θεσαλία και δεν είναι γνωστή η τύχη του. Αλλά επειδή ξαναβρέθηκε σε τουρκοκρατούμενη περιοχή, ίσως να άλλαξε και το επώνυμο του.
Ο άλλος, ο Γιάννης, έπεσε στις απόκρημνες χαράδρες του Αχελώου,
βγήκε στο ελεύθερο Ελληνικό κράτος και σταμάτησε στο χωριό Παλιοκατούνα, σήμερα Λεσίνι. Έτος, περίπου 1829.
Ο Γιάννης ο Γριτζελιάς στο νέο τόπο που εγκαταστάθηκε, φορτωμένος με τούρκικα γρόσια αγόρασε πολλά χωράφια καμπήσια του Αχελώου,
καλοπαντρεύτηκε και απόκτησε οχτώ παιδιά.
Ο Χρήστος. ένα από τα παιδιά του Γιάννη ήταν και ο βοσκός . Ένα βράδυ ο Χρήστος κεί που φύλαγε τα πρόβατα στο λιβάδι του, δέχτηκε επίθεση από τους ληστοκαραγκούνηδες του Ταγιάντα. Έπιασε μάχη με τους ληστές και μάλιστα τραυμάτισε και ένα σοβαρά . Οι ληστές αναγκάστηκαν να πάρουν το λαβωμένο, που έσκουζε ασταμάτητα και χάλαγε ο κόσμος και να φύγουν.
Στη μάχη πάνω όμως είχαν προλάβει και είχαν σκοτώσει τα τρία τσοπανόσκυλα του Χρήστου και έμεινε ο Χρήστος χωρίς τους άγρυπνους φρουρούς του.
Οι ληστές εκμεταλευόμενοι το χαμό των σκυλιών, επιστρέφουν ένα βράδυ και όπως ο Χρήστος είχε αποκοιμηθεί στη καλύβα του, ορμούν και τον απαγάγουν. Ύστερα από μέρες ειδοποιούν το πατέρα του, το Γιάννη το Γριτζελιά, να τους στείλει λύτρα.
Ο πατέρας στέλνει τα λύτρα με τον μεσολαβητή, μα αντί να του δώσουν το γιό του ζωντανό, του παραδίδουν το πτώμα του μέσα σε τσουβάλι.
Ο μεσολαβητής που φαίνεται να γνώριζε τους ληστές, παραπονέθηκε για τούτο, μα οι ληστές του είπαν πως πέθανε από το αλώνισμα που τον υποχρέωναν να κάνει πατώντας πάνω στα παλιούρια { πολύ αιχμηρά αγκάθια }.
Λίγες μέρες όμως μετά τον άδικο χαμό του Χρήστου έπρεπε να γίνει και ο γάμος της αδερφής του, της Χρυσαφένιας, που είχε από καιρό οριστεί και
δεν έπαιρνε αναβολή. Για τούτο, δόθηκε μια συμφωνημένη λύση μεταξύ των οικογενειών, γαμπρού και νύφης. Μιας και ο γάμος δεν έπαιρνε αναβολή να γίνει ο γάμος, μα τη νύφη, λόγω του πένθους, να μη τη βαλουν να χορέψει
στο καθιερωμένο χορό.
Οι Γριτζελαίοι πήγαν στο μυστήριο του γάμου σιωπηλοί και μετά κλείστηκαν στο σπίτι τους και στη λύπη τους. Αλλά ο πεθερός τη νύφης ένα παιδί είχε μοναχά και ήθελε να κάνει καλό γάμο για τούτο και έβαλε τα όργανα να παίξουν και να χορέψει η νύφη το τραγούδι της.
Οι Γριτζελαίοι μόλις άκουσαν τα όργανα να παίζουν το τραγούδι της νύφης,
η πίκρα και η στεναχώρια τους {άλλα είχαν συμφωνήσει και άλλα γινόντουσαν} ξεχείλισε και έγινε οργή.
Άρπαξαν με μιας τα όπλα και και χωρίς να πούνε λέξη μεταξύ τους
τράβηξαν κατά το σπίτι του γαμπρού. Μόλις τους είδαν οι καλεσμένοι και οι οργανοπαίχτες αρματωμένους, μαρμάρωσαν πραγματικά, βουβάθηκαν.
Τα όργανα σταμάτησαν , ο χορός κοκκάλωσε και η νύφη έτρεξε μέσα στο σπίτι και κάθισε σε μια γωνιά.
Οι Γριτζελαίοι τράβηξαν στα ίσα μέσα, χωρίς να μιλίσουν σε κανέναν και άρπαξαν τη νύφη για να τη πάρουν.Η νύφη όμως τραβήχτηκε από τα χέρια τους και τους είπε..
''Εσείς με βγάλατε από το σπίτι νύφη. Εγώ δε γυρίζω πίσω. Ζωντανή δε με παίρνετε. Πεθαμένη ναι''
Στη αποφασιστική άρνηση της νύφης, οι Γριτζελαίοι, την άφησαν
και έφυγαν κατακόκκινοι από την όργή τους. Έγινε σούσουρο μεγάλο και αντηχούσε η φράση σε όλο το χωριό απ’ άκρη σ’ άκρη ... ‘’Οι Γριτζελαίοι πήγαν να πάρουν τη νύφη πίσω’’
Όταν η ατμόσφαιρα άρχισε να ξεπαγώνει δειλά δειλά και το γλέντι άρχισε ξανά να φουντώνει, η θαρραλέα Χρυσαφένια, η νύφη, επισφράγισε τη ρήση λέγοντας. ‘’Δεν δίνουν τη νύφη και τη παίρνουν πίσω’’
Και όπως συνιθίζει να λέει ο θυμόσοφος λαός μας και έλεγε και ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου... "Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς
και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους".
.
Το τέλος
O Νίκος Γριτζελιάς {1849 }, ο παπούς μου, γιός του Γιάννη Γριτζελιά {1807}, που πρώτος εγκαταστάθηκε στο χωριό μας στα 1829, έφερε και
το παρατσούκλι Αναγνώστης.
Αναγνώστης γιατί είχε σκοπό να γίνει παπάς, αλλά η επιθυμία του αυτή δεν εκπληρώθηκε ποτέ, γιατί πρόλαβε να γίνει εξομολογητής των κοριτσιών στο κρεβάτι του έρωτα. Τα κορίτσια του χωριού μόλις έμαθαν πως θα γίνει παπάς έπεφταν στα πόδια του.
Έτσι ο ερωτικός βίος του Νίκου τον απομάκρυνε από την ιεροσύνη και ο Νίκος έμεινε Αναγνώστης, παντρεύτηκε και έκανε τρία παιδιά.
Το Μήτσο{1882} τη Γαρουφαλιά{1896} και τον Ανδρέα{1899} το πατέρα μου.
Ο Μήτσος ο πρώτος, νεαρός ερωτεύτηκε μια κοπελιά και το είπε στο γκαρδιακό του φίλο, χωρίς να ξέρει ότι ο φίλος του είναι ξάδερφος της κοπελιάς από τη πλευρά της μάνας του. Μόλις ο Μήτσος είπε στο φίλο του για τον έρωτα του, ο φίλος του τον φοβέριξε να μην τολμήσει να πειράξει
τη ξαδέρφη του και από κείνη τη στιγμή χάλασε και η φιλία τους.
Ο Μήτσος όμως θολωμένος από τον έρωτα του, αποφάσισε να λύσει μια και καλή το για κείνον πρόβλημα. Έστησε καρτέρι στο φίλο του την ώρα που κείνος πήγαινε στο αλώνι με το άλογο του φορτωμένο καλαμπόκες και πάνω στο καυγά τον σκότωσε.
Από κείνη τη στιγμή του φονικού άρχισε για το Μήτσο μια περιπετειώδη και δραματική ζωή. Στην αρχή κρύφτηκε στη λογγώδη περιοχή του χωριού
που ήταν πραγματική ζούγκλα και τον τροφοδοτούσαν συγγενικά του πρόσωπα. Τα αποσπάσματα όμως, που τον αναζητούσαν επίμονα,
πιέζοντας τους συγγενείς, τον ανάγκασαν να καταφύγει σε τούρκικο έδαφος
στα μέρη της Άρτας και τι ειρωνία!!
Στα μέρη εκείνα από όπου είχε φύγει κυνηγημένος ο παπούς του, αφού είχε σκοτώσει τους τούρκους φοροεισπράχτορες που ήρθαν για να πάρουν φόρους.Από κεί κατέληξε στη Σμύρνη όπου έπιασε δουλειά σαν γκαρσόνι σε ένα τουρκοκαφενέ.
Ο καφενές ήταν από τους μεγαλύτερους της Σμύρνης, για τούτο είχε και πολύ προσωπικό.Ο τούρκος όμως, το αφεντικό, άγνωστο για πιο λόγο, καθυστερούσε τους μισθούς στα γκαρσόνια και κείνα αγανακτούσαν και συζητούσαν μεταξύ τους το πρόβλημα. Τότε ο Μήτσος ανάλαβε να αξιώσει εκείνος τη πληρωμή τους.
Έτσι ένα βράδυ, όταν ο καφενές άδειασε από πελάτες, ο Μήτσος απαίτησε από το αφεντικό τα λεφτά τους, τα χεωστούμενα, τα μεροκάματα τους.
Πάνω στη φιλονικία όμως, ο τουρκαφέντης τράβηξε τη πιστόλα να σκοτώσει το Μήτσο.
Μά ο Μήτσος πιο νέος, πιο σβέλτος και νευρώδης, με ένα καρεκλοπόδαρο που κουβαλούσε σκόπιμα μαζί του πρόλαβε και κατάφερε χτύπημα στο αφεντικό πριν εκείνος πατήσει τη σκανδάλη και τον σκότωσε. τσι συνελήφθη και οδηγήθηκε στη φυλακή.
Λίγο πρίν τη δίκη.που θα τον έστελνε σίγουρα στη κρεμάλα, ένας προύχοντας Έλληνας που έπινε το καφέ του στο καφενέ και είχε συμπαθήσει το Μήτσο, δωροδόκησε τους δεσμοφύλακες και ο Μήτσος δραπέτευσε.
Μα τώρα τον κυνηγούσαν και Ρωμιοί και Τούρκοι και δεν είχε τόπο να σταθεί.
Με τη βοήθεια και πάλι του Έλληνα προύχοντα, μπαίνει σε ένα καράβι και γυρίζει πίσω στο χωριό του, προσβλέποντας στη βοήθεια συγγενών και
φίλων και ελπίζοντας να έχει ξεχαστεί το πρώτο του φονικό.
Η παρουσία του όμως, έγινε αμέσως γνωστή και έτσι, με πλαστό διαβατήριο
στο όνομα ενός ξαδέρφου του που είχε απαλλαγή στράτευσης, παίρνει και πάλι το δρόμο της προσφυγιάς και έφυγε για την Αίγυπτο.
Φτάνοντας στη Αλεξάνδρεια έπιασε δουλειά σε ένα ελληνικό καφενέ.
Στη συνέχεια, πάντα με πλαστό όνομα και επώνυμο, απόκτησε δικό του μεγάλο καφενέ στο λιμάνι, έκανε μεγάλη περιουσία, παντρεύτηκε, μα δεν έκανε παιδιά.
Όταν πέθανε η γυναίκα του, αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα και για τούτο πούλησε τη περιουσία του,που ήταν πολλά ακίνητα και τρείς χιλιάδες στρέματα χωράφια, μα ήταν πιά αργά. Τον πρόλαβε η Αιγυπτιακή επανάσταση και του δήμευσαν ότι περιουσιακό στοιχείο είχε. Έτσι απόμεινε στη Αίγυπτο όπου και πέθανε.
Ετσι κλείσαν και οι τρείς γεννιές δρόμοι, δρόμοι σπαρμένοι με αίμα, που άρχισαν από την Άρτα, φτάσανε στο Μεσολόγγι, ξαναγύρισαν στην Αρτα,
πήγαν αντίκρυ στο Αιγαίο, στη Σμύρνη, ήρθαν ξανά στη Ελλάδα και κατέληξαν στην Αίγυπτο.
* Περιληπτική μεταφορά, από το βιβλίο του Θόδωρου Ταμπούρα, "Χωριό το Οδυσσέα", που αναφέρεται στο γεννεολογικό δέντρο του χωριού μου
και στα σημαντικότερα γεγονότα κάθε οικογενείας....
Γριτζελιάς Κώστας
""Δρόμοι σπαρμένοι με αίμα..""
Η αρχή.
Η απελευθέρωση του Ελληνικού έθνους βρήκε τους Γριτζελαίους
στη σκλαβωμένη ακόμη περιοχή της χώρας.Τα χειμερινά λιβάδια τους ήταν στη περιοχή της Άρτας. Όταν όμως πήγαν οι φοροεισπράχτορες να πάρουν του φόρους, αυτοί όχι μόνο αρνήθηκαν να πληρώσουν αλλά και τους επιτέθηκαν μαζί με τους τσοπάνηδες ,τους σκότωσαν και πήραν και όλους τους φόρους που είχαν στα ζώα φορτωμένους.
Μετά τα δυο αδέρφια οι Γριτζελαίοι, πήραν από δυο ζώα και τους φόρους που άρπαξαν από τους τούρκους φοροεισπράχτορες και ρίχτηκαν στις κατηφοριές των Αγράφων.
Ο ένας έπεσε στη ρεματιά του Πηνειού και βγήκε κατά τη Θεσαλία και δεν είναι γνωστή η τύχη του. Αλλά επειδή ξαναβρέθηκε σε τουρκοκρατούμενη περιοχή, ίσως να άλλαξε και το επώνυμο του.
Ο άλλος, ο Γιάννης, έπεσε στις απόκρημνες χαράδρες του Αχελώου,
βγήκε στο ελεύθερο Ελληνικό κράτος και σταμάτησε στο χωριό Παλιοκατούνα, σήμερα Λεσίνι. Έτος, περίπου 1829.
Ο Γιάννης ο Γριτζελιάς στο νέο τόπο που εγκαταστάθηκε, φορτωμένος με τούρκικα γρόσια αγόρασε πολλά χωράφια καμπήσια του Αχελώου,
καλοπαντρεύτηκε και απόκτησε οχτώ παιδιά.
Ο Χρήστος. ένα από τα παιδιά του Γιάννη ήταν και ο βοσκός . Ένα βράδυ ο Χρήστος κεί που φύλαγε τα πρόβατα στο λιβάδι του, δέχτηκε επίθεση από τους ληστοκαραγκούνηδες του Ταγιάντα. Έπιασε μάχη με τους ληστές και μάλιστα τραυμάτισε και ένα σοβαρά . Οι ληστές αναγκάστηκαν να πάρουν το λαβωμένο, που έσκουζε ασταμάτητα και χάλαγε ο κόσμος και να φύγουν.
Στη μάχη πάνω όμως είχαν προλάβει και είχαν σκοτώσει τα τρία τσοπανόσκυλα του Χρήστου και έμεινε ο Χρήστος χωρίς τους άγρυπνους φρουρούς του.
Οι ληστές εκμεταλευόμενοι το χαμό των σκυλιών, επιστρέφουν ένα βράδυ και όπως ο Χρήστος είχε αποκοιμηθεί στη καλύβα του, ορμούν και τον απαγάγουν. Ύστερα από μέρες ειδοποιούν το πατέρα του, το Γιάννη το Γριτζελιά, να τους στείλει λύτρα.
Ο πατέρας στέλνει τα λύτρα με τον μεσολαβητή, μα αντί να του δώσουν το γιό του ζωντανό, του παραδίδουν το πτώμα του μέσα σε τσουβάλι.
Ο μεσολαβητής που φαίνεται να γνώριζε τους ληστές, παραπονέθηκε για τούτο, μα οι ληστές του είπαν πως πέθανε από το αλώνισμα που τον υποχρέωναν να κάνει πατώντας πάνω στα παλιούρια { πολύ αιχμηρά αγκάθια }.
Λίγες μέρες όμως μετά τον άδικο χαμό του Χρήστου έπρεπε να γίνει και ο γάμος της αδερφής του, της Χρυσαφένιας, που είχε από καιρό οριστεί και
δεν έπαιρνε αναβολή. Για τούτο, δόθηκε μια συμφωνημένη λύση μεταξύ των οικογενειών, γαμπρού και νύφης. Μιας και ο γάμος δεν έπαιρνε αναβολή να γίνει ο γάμος, μα τη νύφη, λόγω του πένθους, να μη τη βαλουν να χορέψει
στο καθιερωμένο χορό.
Οι Γριτζελαίοι πήγαν στο μυστήριο του γάμου σιωπηλοί και μετά κλείστηκαν στο σπίτι τους και στη λύπη τους. Αλλά ο πεθερός τη νύφης ένα παιδί είχε μοναχά και ήθελε να κάνει καλό γάμο για τούτο και έβαλε τα όργανα να παίξουν και να χορέψει η νύφη το τραγούδι της.
Οι Γριτζελαίοι μόλις άκουσαν τα όργανα να παίζουν το τραγούδι της νύφης,
η πίκρα και η στεναχώρια τους {άλλα είχαν συμφωνήσει και άλλα γινόντουσαν} ξεχείλισε και έγινε οργή.
Άρπαξαν με μιας τα όπλα και και χωρίς να πούνε λέξη μεταξύ τους
τράβηξαν κατά το σπίτι του γαμπρού. Μόλις τους είδαν οι καλεσμένοι και οι οργανοπαίχτες αρματωμένους, μαρμάρωσαν πραγματικά, βουβάθηκαν.
Τα όργανα σταμάτησαν , ο χορός κοκκάλωσε και η νύφη έτρεξε μέσα στο σπίτι και κάθισε σε μια γωνιά.
Οι Γριτζελαίοι τράβηξαν στα ίσα μέσα, χωρίς να μιλίσουν σε κανέναν και άρπαξαν τη νύφη για να τη πάρουν.Η νύφη όμως τραβήχτηκε από τα χέρια τους και τους είπε..
''Εσείς με βγάλατε από το σπίτι νύφη. Εγώ δε γυρίζω πίσω. Ζωντανή δε με παίρνετε. Πεθαμένη ναι''
Στη αποφασιστική άρνηση της νύφης, οι Γριτζελαίοι, την άφησαν
και έφυγαν κατακόκκινοι από την όργή τους. Έγινε σούσουρο μεγάλο και αντηχούσε η φράση σε όλο το χωριό απ’ άκρη σ’ άκρη ... ‘’Οι Γριτζελαίοι πήγαν να πάρουν τη νύφη πίσω’’
Όταν η ατμόσφαιρα άρχισε να ξεπαγώνει δειλά δειλά και το γλέντι άρχισε ξανά να φουντώνει, η θαρραλέα Χρυσαφένια, η νύφη, επισφράγισε τη ρήση λέγοντας. ‘’Δεν δίνουν τη νύφη και τη παίρνουν πίσω’’
Και όπως συνιθίζει να λέει ο θυμόσοφος λαός μας και έλεγε και ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου... "Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς
και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους".
.
Το τέλος
O Νίκος Γριτζελιάς {1849 }, ο παπούς μου, γιός του Γιάννη Γριτζελιά {1807}, που πρώτος εγκαταστάθηκε στο χωριό μας στα 1829, έφερε και
το παρατσούκλι Αναγνώστης.
Αναγνώστης γιατί είχε σκοπό να γίνει παπάς, αλλά η επιθυμία του αυτή δεν εκπληρώθηκε ποτέ, γιατί πρόλαβε να γίνει εξομολογητής των κοριτσιών στο κρεβάτι του έρωτα. Τα κορίτσια του χωριού μόλις έμαθαν πως θα γίνει παπάς έπεφταν στα πόδια του.
Έτσι ο ερωτικός βίος του Νίκου τον απομάκρυνε από την ιεροσύνη και ο Νίκος έμεινε Αναγνώστης, παντρεύτηκε και έκανε τρία παιδιά.
Το Μήτσο{1882} τη Γαρουφαλιά{1896} και τον Ανδρέα{1899} το πατέρα μου.
Ο Μήτσος ο πρώτος, νεαρός ερωτεύτηκε μια κοπελιά και το είπε στο γκαρδιακό του φίλο, χωρίς να ξέρει ότι ο φίλος του είναι ξάδερφος της κοπελιάς από τη πλευρά της μάνας του. Μόλις ο Μήτσος είπε στο φίλο του για τον έρωτα του, ο φίλος του τον φοβέριξε να μην τολμήσει να πειράξει
τη ξαδέρφη του και από κείνη τη στιγμή χάλασε και η φιλία τους.
Ο Μήτσος όμως θολωμένος από τον έρωτα του, αποφάσισε να λύσει μια και καλή το για κείνον πρόβλημα. Έστησε καρτέρι στο φίλο του την ώρα που κείνος πήγαινε στο αλώνι με το άλογο του φορτωμένο καλαμπόκες και πάνω στο καυγά τον σκότωσε.
Από κείνη τη στιγμή του φονικού άρχισε για το Μήτσο μια περιπετειώδη και δραματική ζωή. Στην αρχή κρύφτηκε στη λογγώδη περιοχή του χωριού
που ήταν πραγματική ζούγκλα και τον τροφοδοτούσαν συγγενικά του πρόσωπα. Τα αποσπάσματα όμως, που τον αναζητούσαν επίμονα,
πιέζοντας τους συγγενείς, τον ανάγκασαν να καταφύγει σε τούρκικο έδαφος
στα μέρη της Άρτας και τι ειρωνία!!
Στα μέρη εκείνα από όπου είχε φύγει κυνηγημένος ο παπούς του, αφού είχε σκοτώσει τους τούρκους φοροεισπράχτορες που ήρθαν για να πάρουν φόρους.Από κεί κατέληξε στη Σμύρνη όπου έπιασε δουλειά σαν γκαρσόνι σε ένα τουρκοκαφενέ.
Ο καφενές ήταν από τους μεγαλύτερους της Σμύρνης, για τούτο είχε και πολύ προσωπικό.Ο τούρκος όμως, το αφεντικό, άγνωστο για πιο λόγο, καθυστερούσε τους μισθούς στα γκαρσόνια και κείνα αγανακτούσαν και συζητούσαν μεταξύ τους το πρόβλημα. Τότε ο Μήτσος ανάλαβε να αξιώσει εκείνος τη πληρωμή τους.
Έτσι ένα βράδυ, όταν ο καφενές άδειασε από πελάτες, ο Μήτσος απαίτησε από το αφεντικό τα λεφτά τους, τα χεωστούμενα, τα μεροκάματα τους.
Πάνω στη φιλονικία όμως, ο τουρκαφέντης τράβηξε τη πιστόλα να σκοτώσει το Μήτσο.
Μά ο Μήτσος πιο νέος, πιο σβέλτος και νευρώδης, με ένα καρεκλοπόδαρο που κουβαλούσε σκόπιμα μαζί του πρόλαβε και κατάφερε χτύπημα στο αφεντικό πριν εκείνος πατήσει τη σκανδάλη και τον σκότωσε. τσι συνελήφθη και οδηγήθηκε στη φυλακή.
Λίγο πρίν τη δίκη.που θα τον έστελνε σίγουρα στη κρεμάλα, ένας προύχοντας Έλληνας που έπινε το καφέ του στο καφενέ και είχε συμπαθήσει το Μήτσο, δωροδόκησε τους δεσμοφύλακες και ο Μήτσος δραπέτευσε.
Μα τώρα τον κυνηγούσαν και Ρωμιοί και Τούρκοι και δεν είχε τόπο να σταθεί.
Με τη βοήθεια και πάλι του Έλληνα προύχοντα, μπαίνει σε ένα καράβι και γυρίζει πίσω στο χωριό του, προσβλέποντας στη βοήθεια συγγενών και
φίλων και ελπίζοντας να έχει ξεχαστεί το πρώτο του φονικό.
Η παρουσία του όμως, έγινε αμέσως γνωστή και έτσι, με πλαστό διαβατήριο
στο όνομα ενός ξαδέρφου του που είχε απαλλαγή στράτευσης, παίρνει και πάλι το δρόμο της προσφυγιάς και έφυγε για την Αίγυπτο.
Φτάνοντας στη Αλεξάνδρεια έπιασε δουλειά σε ένα ελληνικό καφενέ.
Στη συνέχεια, πάντα με πλαστό όνομα και επώνυμο, απόκτησε δικό του μεγάλο καφενέ στο λιμάνι, έκανε μεγάλη περιουσία, παντρεύτηκε, μα δεν έκανε παιδιά.
Όταν πέθανε η γυναίκα του, αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα και για τούτο πούλησε τη περιουσία του,που ήταν πολλά ακίνητα και τρείς χιλιάδες στρέματα χωράφια, μα ήταν πιά αργά. Τον πρόλαβε η Αιγυπτιακή επανάσταση και του δήμευσαν ότι περιουσιακό στοιχείο είχε. Έτσι απόμεινε στη Αίγυπτο όπου και πέθανε.
Ετσι κλείσαν και οι τρείς γεννιές δρόμοι, δρόμοι σπαρμένοι με αίμα, που άρχισαν από την Άρτα, φτάσανε στο Μεσολόγγι, ξαναγύρισαν στην Αρτα,
πήγαν αντίκρυ στο Αιγαίο, στη Σμύρνη, ήρθαν ξανά στη Ελλάδα και κατέληξαν στην Αίγυπτο.
* Περιληπτική μεταφορά, από το βιβλίο του Θόδωρου Ταμπούρα, "Χωριό το Οδυσσέα", που αναφέρεται στο γεννεολογικό δέντρο του χωριού μου
και στα σημαντικότερα γεγονότα κάθε οικογενείας....
Radical30 World :: Περιεχόμενα :: κλικ > Το Blog/Forum Radical World - Περιεχόμενα :: ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ - ΠΑIΔΕΙΑ :: Προσωπικότητες
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Κυρ 06 Μαρ 2016, 12:59 από radical30
» Forsaken-2015 ******
Δευ 22 Φεβ 2016, 10:13 από radical30
» The First Grader *******
Δευ 08 Φεβ 2016, 13:05 από radical30
» Περί των "Κοινών Αγαθών"
Παρ 05 Φεβ 2016, 02:20 από radical30
» Ο δικός μου "χιονάνθρωπος"
Τετ 03 Φεβ 2016, 06:11 από radical30
» Δημήτρης Βαρδαβάς
Τετ 03 Φεβ 2016, 04:52 από radical30
» Η "Νονά"
Σαβ 23 Ιαν 2016, 06:11 από radical30