Σύνδεση
Πρόσφατα Θέματα
Παρόντες χρήστες
79 χρήστες είναι συνδεδεμένοι αυτήν την στιγμή:: 0 μέλη, 0 μη ορατοί και 79 επισκέπτες :: 1 μηχανή αναζήτησηςΚανένας
Περισσότεροι χρήστες υπό σύνδεση 400, στις Τρι 22 Οκτ 2024, 21:40
Ποιήματα & πεζά (επιλογές μελών, φίλων κ.ά.)
Radical30 World :: Περιεχόμενα :: κλικ > Το Blog/Forum Radical World - Περιεχόμενα :: ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - ΤΕΧΝΗ :: Λογοτεχνικά κ.ά.
Σελίδα 1 από 1
Απ: Ποιήματα & πεζά (επιλογές μελών, φίλων κ.ά.)
Ο τυφλός προ του Σταυρού
.
του Ιωάννη Πολέμη
Τι 'ναι η βοή στο Γολγοθά που κόσμος τρέχει επάνω;
Πάνε για να σταυρώσουν δυό, μαζί με κάποιον πλάνο.
Ποιοί να ‘ναι οι δυο πoυ εκδικητής ο Χάρος τους προσμένει;
Κλέφτες, φονιάδες, άρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι…
Και ποιος ο πλάνος, που κι’ αυτός θα σταυρωθεί μαζί τους;
Toυς Φαρισαίους ρώτησε, είναι δουλειά δική τους…
Θα πάω να δω….Είπα να δω κι’ ήλθαν στο νου μου πάλι,
τα χρόνια που ήμουνα τυφλός. Τυφλοί εσείς οι άλλοι.
Δεν ξέρετε πως η ψυχή μέσα στα στήθη είν’ άδια,
Όταν με μάτια ορθάνοιχτα βαδίζει στα σκοτάδια.
Πως τη θυμάμαι τη στιγμή που στάθηκε μπροστά μου
και μ’ ευσπλαχνίσθη κι’ έσκυψε, πήρε πηλό από χάμου,
κι’ αλείφοντας τα μάτια μου με το πηλό εκείνο,
μούπε να πάω στου Συλωάμ τη στέρνα να τα πλήνω.
Όταν τον πρωταντίκρισα τον Φωτοδότη εμπρός μου,
στην όψη του είδα όλες μαζί τις ομορφιές του κόσμου.
Μοσχοβολούσε κι’ έλαμπε το κάθε κίνημά του,
Φως και τα χείλη και η φωνή, τα μάτια κι’ η ματιά του.
Στα χείλη του η παρηγοριά. Στα μάτια του η ελπίδα.
Έστρεψα τότε ολόγυρα τα δυο μου μάτια κι’ είδα,
κάθε που ζει και που δε ζει κι’ είδα παντού γραμμένη
την όψη του, λες κι’ ήτανε καθρέφτης του η οικουμένη.
Φως η ζωή, Χαρά το φώς. Ας πάω να δω τον πλάνο,
που θα κρεμάσουν στο σταυρό, εκεί στο λόφο επάνω…
Κόσμος, περιγελάσματα κι’ οχλοβοή κι’ αντάρα!
Χίλιες φωνές σαν μια φωνή κι’ όλες σαν μια κατάρα.
Σπρώχνει και σπρώχνεται κι’ αυτός και πνίγεται
και πνίγει και σταματά προσμένοντας παράμερα ξεμένει.
Τρεις μαυροφόρες που κρατούν μια λιγοθυμισμένη,
θε να ‘ναι η μάνα η δύστυχη. Ξάφνου με μιας σωπαίνει.
Γκαπ γκουπ, γκαπ γκούπ, ακούγονται οι κρότοι
πνιγμένοι μεσ’ τα βογγητά, υψώνονται οι δυο πρώτοι.
Σ’ αυτούς κανείς δεν στρέφεται…
Γκαπ γκουπ, γκαπ γκουπ, αυτοί ξανακαρφώνουν,
μα βόγκος δεν ακούγεται. Να! και τον τρίτο υψώνουν…
Πως; Eσύ που μου ΄δωσες το Φώς, Εσένα πλάνο λένε;
Κι’ ήταν γραφτό τα μάτια μου να βλέπουν γα να κλαίνε;
Tι να τα κάνω και της γης και τ’ ουρανού τα κάλη;
Πάρε το φώς που μου ΄δωσες και τύφλωσέ με πάλι…
.
του Ιωάννη Πολέμη
Τι 'ναι η βοή στο Γολγοθά που κόσμος τρέχει επάνω;
Πάνε για να σταυρώσουν δυό, μαζί με κάποιον πλάνο.
Ποιοί να ‘ναι οι δυο πoυ εκδικητής ο Χάρος τους προσμένει;
Κλέφτες, φονιάδες, άρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι…
Και ποιος ο πλάνος, που κι’ αυτός θα σταυρωθεί μαζί τους;
Toυς Φαρισαίους ρώτησε, είναι δουλειά δική τους…
Θα πάω να δω….Είπα να δω κι’ ήλθαν στο νου μου πάλι,
τα χρόνια που ήμουνα τυφλός. Τυφλοί εσείς οι άλλοι.
Δεν ξέρετε πως η ψυχή μέσα στα στήθη είν’ άδια,
Όταν με μάτια ορθάνοιχτα βαδίζει στα σκοτάδια.
Πως τη θυμάμαι τη στιγμή που στάθηκε μπροστά μου
και μ’ ευσπλαχνίσθη κι’ έσκυψε, πήρε πηλό από χάμου,
κι’ αλείφοντας τα μάτια μου με το πηλό εκείνο,
μούπε να πάω στου Συλωάμ τη στέρνα να τα πλήνω.
Όταν τον πρωταντίκρισα τον Φωτοδότη εμπρός μου,
στην όψη του είδα όλες μαζί τις ομορφιές του κόσμου.
Μοσχοβολούσε κι’ έλαμπε το κάθε κίνημά του,
Φως και τα χείλη και η φωνή, τα μάτια κι’ η ματιά του.
Στα χείλη του η παρηγοριά. Στα μάτια του η ελπίδα.
Έστρεψα τότε ολόγυρα τα δυο μου μάτια κι’ είδα,
κάθε που ζει και που δε ζει κι’ είδα παντού γραμμένη
την όψη του, λες κι’ ήτανε καθρέφτης του η οικουμένη.
Φως η ζωή, Χαρά το φώς. Ας πάω να δω τον πλάνο,
που θα κρεμάσουν στο σταυρό, εκεί στο λόφο επάνω…
Κόσμος, περιγελάσματα κι’ οχλοβοή κι’ αντάρα!
Χίλιες φωνές σαν μια φωνή κι’ όλες σαν μια κατάρα.
Σπρώχνει και σπρώχνεται κι’ αυτός και πνίγεται
και πνίγει και σταματά προσμένοντας παράμερα ξεμένει.
Τρεις μαυροφόρες που κρατούν μια λιγοθυμισμένη,
θε να ‘ναι η μάνα η δύστυχη. Ξάφνου με μιας σωπαίνει.
Γκαπ γκουπ, γκαπ γκούπ, ακούγονται οι κρότοι
πνιγμένοι μεσ’ τα βογγητά, υψώνονται οι δυο πρώτοι.
Σ’ αυτούς κανείς δεν στρέφεται…
Γκαπ γκουπ, γκαπ γκουπ, αυτοί ξανακαρφώνουν,
μα βόγκος δεν ακούγεται. Να! και τον τρίτο υψώνουν…
Πως; Eσύ που μου ΄δωσες το Φώς, Εσένα πλάνο λένε;
Κι’ ήταν γραφτό τα μάτια μου να βλέπουν γα να κλαίνε;
Tι να τα κάνω και της γης και τ’ ουρανού τα κάλη;
Πάρε το φώς που μου ΄δωσες και τύφλωσέ με πάλι…
Απ: Ποιήματα & πεζά (επιλογές μελών, φίλων κ.ά.)
Τα δυο τουφέκια
του Ιωάννη Πολέμη
Εκεί που η μάχη γίνηκε σε δυο βουνά από κάτου,
περνάει διαβάτης σέρνοντας βαριά τα βήματά του.
Και βλέπει εκεί παράμερα ριγμένο ένα τουφέκι
ματωβαμένο κι’ έρημο και βλέπει και παρέκει
άλλο τουφέκι σε πυκνά χαμόκλαδα κρυμένο.
Το πρώτο σ’ όνειρα γλυκά κοιμάται αποσταγμένο
κι’ η σιδερένια κάνη του θαρρείς ακόμα καίει.
Θαρρείς πως μεσ’ τον ύπνο του μαύρο καπνό αποπνέει.
Το δεύτερο ανάμεσα στου βάτου τα κλωνάρια
κρύβει με πόνο και ντροπή την όψη τη καθάρια.
Σκύβει ο διαβάτης θληβερά και αναρωτά το πρώτο.
‘’ Τουφέκι εσύ που ξέρασες φλόγα, καπνό και κρότο
και δόξες ονειρεύτηκες από καιρούς και χρόνια,
ποιος σ’ άφησε και κοίτεσαι με τόση καταφρόνια;’’
Και το τουφέκι του απαντά:
« Διαβάτη σκύψε ακόμα,
προσκύνησε γονατιστός και φίλησε το χώμα
που κοίτωμαι παντέρημο σαν άταφο κουφάρι.
Στη μάχη εμένα μ’ έφερε πανώριο παλικάρι.
Κι’ είδα το μαύρο Θάνατο με τη ζωή να παίζει
και μες’ τα νέφη του καπνού στου Χάρου το τραπέζι.
Εμέθησα και βρόντησα και θέριεψα σαν δράκος
κι’ όπου λιθάρι πίσω του, κι’ όπου χαντάκι ή λάκκος,
επρόβαλα την όψη μου και μ’ έβλεπαν να λάμπω
και σφύριζα στο Θάνατο και σκόρπαγα στον κάμπο,
τούρκικα φέσια και κορμιά στο αίμα βουτηγμένα,
κανόνια βροντερόφωνα δεν μ’ έσκιαζαν εμένα!
Μα τη στιγμή που άρχισε η γη να σκοτεινιάζει,
ένιωσα του λεβέντη μου το χέρι να σπαράζει
κι’ είδα το αίμα γύρω του π’ αχνίζοντας εχύθη…
Αχ! Ένα βόλι τούρκικο τον βρήκε εκεί στα στήθη
και τον εξάπλωσε βαριά δίχως μιλιά να βγάλει,
θαρρώ πως βλέπω τη στιγμή, θαρρώ πως βλέπω πάλι,
τα μάτια που καθρέπτιζαν την ύστατη στιγμή του
κι’ εκείνο το ξερόχωμα που εδέχθη το κορμί του.
Εκείνον τον εθάψανε σαν άξιο παλικάρι
κι’ εμένα με παράτησαν σαν άταφο κουφάρι,
να κοίτωμαι παντέρημο επάνω στο χορτάρι.
Διαβάτη σκύψε ακόμα,
προσκύνησε γονατιστός και φίλησε το χώμα,
γιατί σε τέτοια λήψανα η Δόξα παραστέκει… »
… γυρνά ο διαβάτης και ρωτά το δεύτερο τουφέκι:
‘’ Πες μου τουφέκι που φοράς του βάτου το στεφάνι,
πόσους εχθρούς εσκότωσες και πως έχει πεθάνει,
το παλικάρι που σφικτά στα χέρια σ’ εκράτει;‘’
Kaι το τουφέκι του απαντά:
« Μη με ρωτάς διαβάτη,
κάλιο μην είχα γεννηθεί παρά που μ’ είχε φέρει,
άδικη μοίρα κι’ άπονη σ’ ενός δειλού το χέρι.
Μόλις μάχη αρχίνησε και γύρω βροντολόγα
κι’ έπεσε η πρώτη κανονιά κι’ άστραψε η πρώτη φλόγα,
κιτρίνισε και χλόμιασε κι’ αρχίνησε να τρέμει,
σαν φύλλο φθινοπωρινό που το κτυπούν οι ανέμοι.
Του κάκου περιμάζεψα τ’ ασήκωτό μου βάρος,
του κάκου βροντολόγησα για να του δώσω θάρρος.
Εκείνος στρέφεται με μιας, με ρίχνει στα χορτάρια
κι’ όλη τη φλόγα της καρδιάς τη ρίχνει στα ποδάρια.
Και φεύγει-φεύγει αγύριστος και τρέχει-τρέχει ακόμα.
ΚΑΤΑΡΑ ΝΑ ‘ΝΑΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΤΟΥ ΧΩΜΑ!!!
του Ιωάννη Πολέμη
Εκεί που η μάχη γίνηκε σε δυο βουνά από κάτου,
περνάει διαβάτης σέρνοντας βαριά τα βήματά του.
Και βλέπει εκεί παράμερα ριγμένο ένα τουφέκι
ματωβαμένο κι’ έρημο και βλέπει και παρέκει
άλλο τουφέκι σε πυκνά χαμόκλαδα κρυμένο.
Το πρώτο σ’ όνειρα γλυκά κοιμάται αποσταγμένο
κι’ η σιδερένια κάνη του θαρρείς ακόμα καίει.
Θαρρείς πως μεσ’ τον ύπνο του μαύρο καπνό αποπνέει.
Το δεύτερο ανάμεσα στου βάτου τα κλωνάρια
κρύβει με πόνο και ντροπή την όψη τη καθάρια.
Σκύβει ο διαβάτης θληβερά και αναρωτά το πρώτο.
‘’ Τουφέκι εσύ που ξέρασες φλόγα, καπνό και κρότο
και δόξες ονειρεύτηκες από καιρούς και χρόνια,
ποιος σ’ άφησε και κοίτεσαι με τόση καταφρόνια;’’
Και το τουφέκι του απαντά:
« Διαβάτη σκύψε ακόμα,
προσκύνησε γονατιστός και φίλησε το χώμα
που κοίτωμαι παντέρημο σαν άταφο κουφάρι.
Στη μάχη εμένα μ’ έφερε πανώριο παλικάρι.
Κι’ είδα το μαύρο Θάνατο με τη ζωή να παίζει
και μες’ τα νέφη του καπνού στου Χάρου το τραπέζι.
Εμέθησα και βρόντησα και θέριεψα σαν δράκος
κι’ όπου λιθάρι πίσω του, κι’ όπου χαντάκι ή λάκκος,
επρόβαλα την όψη μου και μ’ έβλεπαν να λάμπω
και σφύριζα στο Θάνατο και σκόρπαγα στον κάμπο,
τούρκικα φέσια και κορμιά στο αίμα βουτηγμένα,
κανόνια βροντερόφωνα δεν μ’ έσκιαζαν εμένα!
Μα τη στιγμή που άρχισε η γη να σκοτεινιάζει,
ένιωσα του λεβέντη μου το χέρι να σπαράζει
κι’ είδα το αίμα γύρω του π’ αχνίζοντας εχύθη…
Αχ! Ένα βόλι τούρκικο τον βρήκε εκεί στα στήθη
και τον εξάπλωσε βαριά δίχως μιλιά να βγάλει,
θαρρώ πως βλέπω τη στιγμή, θαρρώ πως βλέπω πάλι,
τα μάτια που καθρέπτιζαν την ύστατη στιγμή του
κι’ εκείνο το ξερόχωμα που εδέχθη το κορμί του.
Εκείνον τον εθάψανε σαν άξιο παλικάρι
κι’ εμένα με παράτησαν σαν άταφο κουφάρι,
να κοίτωμαι παντέρημο επάνω στο χορτάρι.
Διαβάτη σκύψε ακόμα,
προσκύνησε γονατιστός και φίλησε το χώμα,
γιατί σε τέτοια λήψανα η Δόξα παραστέκει… »
… γυρνά ο διαβάτης και ρωτά το δεύτερο τουφέκι:
‘’ Πες μου τουφέκι που φοράς του βάτου το στεφάνι,
πόσους εχθρούς εσκότωσες και πως έχει πεθάνει,
το παλικάρι που σφικτά στα χέρια σ’ εκράτει;‘’
Kaι το τουφέκι του απαντά:
« Μη με ρωτάς διαβάτη,
κάλιο μην είχα γεννηθεί παρά που μ’ είχε φέρει,
άδικη μοίρα κι’ άπονη σ’ ενός δειλού το χέρι.
Μόλις μάχη αρχίνησε και γύρω βροντολόγα
κι’ έπεσε η πρώτη κανονιά κι’ άστραψε η πρώτη φλόγα,
κιτρίνισε και χλόμιασε κι’ αρχίνησε να τρέμει,
σαν φύλλο φθινοπωρινό που το κτυπούν οι ανέμοι.
Του κάκου περιμάζεψα τ’ ασήκωτό μου βάρος,
του κάκου βροντολόγησα για να του δώσω θάρρος.
Εκείνος στρέφεται με μιας, με ρίχνει στα χορτάρια
κι’ όλη τη φλόγα της καρδιάς τη ρίχνει στα ποδάρια.
Και φεύγει-φεύγει αγύριστος και τρέχει-τρέχει ακόμα.
ΚΑΤΑΡΑ ΝΑ ‘ΝΑΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΤΟΥ ΧΩΜΑ!!!
Σαν ώριμα στάχυα..
Πέμπτη, 27 Νοεμβρίου 2008
από τον Χρήστο Κρετσόβαλη*
Με ρώτησε η Ελένη στο τηλέφωνο και η Κωνσταντίνα, στο τελευταίο της γράμμα, σε ποια απευθυνόταν – σε ένα άρθρο μου – ο χαρακτηρισμός «δεμάτι από ώριμα στάχια». Ό,τι έγραψα τότε, μήπως ήταν κάτι σαν ερωτική εξομολόγηση, κάτι σαν ερωτικό κρεσέντο, φυσικό επακόλουθο μιας μοιραίας συνάντησης.
Κατ’ αρχήν, νομίζω πως είμαι πια, μεγάλος για να ερωτευτώ. Κατά δεύτερον όμως, πιστεύω ότι οι άνθρωποι δεν ερωτεύονται. Συμβιώνουν. Δεν ακούν, απλά κοιτάζουν τους απέναντι που ανοιγοκλείνουν το στόμα, αδιάφοροι για το τι λένε, όσο σημαντικό κι αν είναι.
Όχι, δεν είμαι ερωτευμένος με καμιά που τα μαλλιά της, μαζεμένα, μοιάζουν με «ώριμα στάχια». Άλλωστε πολλές φορές , η πρώτη εντύπωση που έχουμε για κάποιον , ξεθωριάζει όταν το βάθος των χρωμάτων της, δεν ποτίζει βαθιά το μυαλό μας. Σκεφτόμουν σίγουρα κάποια όταν το έγραψα. Σε μερικά σημεία του, το άρθρο εξειδικεύεται, περιλαμβάνοντας εικόνες από όσα διαδραματίζονταν γύρω μου. Όχι, πως η κοπέλα που σκεφτόμουν δεν είναι ερωτεύσιμη. Αντίθετα. Είναι πολύ γλυκιά. Εγώ απλώς κατέγραψα λίγες εικόνες μα όμορφες, παρόλο που δεν τολμούν να ξεφύγουν από τα σίδερα της φυλακής μου.
Εγώ, όμως τολμώ να τις πω και να τις κοιτάξω στα μάτια. Επειδή έμαθα να ζω την κάθε στιγμή χωρίς να ντρέπομαι να την ξεστομίσω. Αν ήμουν ερωτευμένος προφανώς, θα της το έλεγα. Δεν ντράπηκα ποτέ να πω ό,τι αισθάνθηκα. Άσχετα με την αποδοχή ή όχι. Κυκλοφορούσα και θα κυκλοφορώ ελεύθερος ακόμα και σε χώρο που εξουσιάζουν άλλοι. Εκεί που οι άλλοι αισθάνονται δυνατοί.
Όμως για να σας νευριάσω , σας λέω πως: Η γυναίκα είναι σαν την πολιτική. Σπάνια δεν κολακεύεται από το χρήμα, την εξουσία, τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Αυτό όμως είναι από μόνο του η ουσία του ερωτισμού της. Επιδιώκει να σε σαγηνέψει χρησιμοποιώντας ό,τι υπάρχει και κινείται γύρω της. Αν και σου δίνει λίγα σου αφαιρεί τα περισσότερα. Καλλωπίζεται επειδή ακριβώς γνωρίζει πως δεν σε ενδιαφέρει το «περιεχόμενο» αλλά αυτό που φαντάζεσαι πως κρύβει και ότι αγωνιζόμενος, θα της το κουρσέψεις. Έχει αποφασίσει από πριν τι θα σου δώσει.
Η γυναίκα είναι σίγουρα σαν την πολιτική. Εκστασιάζεται, ηδονίζεται, αγοράζει και πουλάει όποιον την εξυπηρετεί ως εκεί που την εξυπηρετεί. Θέλει να της λες ό,τι της αρέσει για να μη σου φύγει. Όσο τη σκέφτεσαι, σε κυριεύει. Όσο την αγγίζεις, σε κολάζει. Όσο την επιδιώκεις, σε κάνει δούλο της. Όσο την ερωτεύεσαι, όσο νομίζεις ότι την ελέγχεις τόσο πιο βαθειά υπογράφεις συμβόλαιο υποταγής ή διαπλοκής.
Η πολιτική νιώθει ανασφάλεια γι΄αυτό χρειάζεται την επιβεβαίωση από τουλάχιστον 151 εραστές της. Αδιαφορεί για το μέγεθος της ήττας του άλλου, αρκεί η ζημιά να μην την αγγίζει, να μην περνά τα όρια ασφαλείας της.
Λοιπόν , για να μην δημιουργώ απορίες, υπονοούμενα …
Δεν θα αγκαλιάζω στο εξής «ώριμα στάχια». Χειμώνιασε πια. Ένα δεμάτι που στ’ αλήθεια, μου τράβηξε την προσοχή, έμεινε μόνο του στο αλώνι του θερισμού. Προφανώς για να «θρέψει» εκείνον που του ανήκει.
Αλλιώς είναι ο έρωτας, Ελένη. Αλλιώς είναι ο έρωτας, Κωνσταντίνα. Κυκλοφορεί ανάμεσα μας, στην ανάσα μας. Κι αν ακόμη δεν έχει σηκωμένα, δεμένα μαλλιά, τον διακρίνεις από το χαμόγελό του, από την αδιαφορία του, από την απουσία του. Ξέρετε, πόσες φορές ερωτεύτηκα την απουσία μιας γυναίκας; Σε κάθε περίπτωση όμως, εγώ δεν ξεχνώ πόσο σημαντική υπήρξε στη ζωή μου ακόμη και με αυτό το γρήγορο , βιαστικό πέρασμά της.
Καληνύχτα Ελένη. Καληνύχτα Κωνσταντίνα.
* Ο Χρήστος Κρετσόβαλης γράφει από τις φυλακές Κορυδαλού,
όπου εκτίει την ποινή του για οικονομικό έγκλημα
Έχει επεξεργασθεί από τον/την radical30 στις Πεμ 01 Δεκ 2011, 07:00, 3 φορές συνολικά
Ποιήματα & πεζά (επιλογές μελών, φίλων κ.ά.)
Έβρεχε
Χρήστος Κρετσόβαλης
«Έβρεχε. Κι έσταζαν μια – μια οι σταγόνες της βροχής στο χώμα.
Κάνανε κύκλους στο νερό που λίμναζε, σαν αλήθειες που μπλέκονται η μια στην άλλη.
Και κυλιόμουν στο βρεγμένο γρασίδι γιατί του έρωτα τα βέλη και τούτη τη φορά με μάτωσαν γλυκά και γέλαγα σαν μικρό, αδέξιο παιδί που δεν λογάται τι πόνο κρύβουν οι λάσπες.
Κι ερωτεύτηκα στάχυα αμέτρητα σε αγρούς ξένους.
Κάποιος τα θέρισε, λέει, και στάθηκα αμήχανος να ακούω τον αέρα που ΄φερνε , από μακριά, φωνές ατέλειωτες από γλέντια θερισμού.
Νοικοκυράδες που θαύμαζαν τον πηγαιμό του ήλιου στη δύση του.
Κι απάνου στο λαμπερό ταξίδι του, νιφάδες έπεφταν χιονιού.
Κι άσπριζαν κι άλλο… κι άλλο το χώμα. Μα νύχτωνε.
Κι όσο η κάψα έσβηνε του ήλιου, τόσο κρύωνα αφού στεκόμουν μόνος στο κέντρο ενός χωραφιού, σαν θημωνιά, όρθιος και πάλευα να μην γείρω.
Κι ήρθα στα λογικά μου κι είδα πως μήτε χιόνι ήταν, μήτε νιφάδες του.
Μα κάψαλα από καμένα όνειρα που σήκωσε απότομα ο αγέρας κι έριχνε στα μάτια μου , να τσούζουν.
Κι ύστερα είδα πως πίσω από ένα παράθυρο στεκόμουν, φυλακής, με σίδερα που ορθώνονταν από την καρδιά ως και του τοίχου μου, τα βάθη.
Και ψέλλισα πως «είσαι Έρωτας, δικός μου Έρωτας».
Κι εσύ δεν μίλαγες, τάχα μη με πληγώσεις. Ούτε γέλαγες τάχα μη με πονέσεις.
Μόνον όταν ντύθηκα σιωπή, με κοίταξες παγερά, πιο παγερά κι από φευγιού βλέμμα, ολόισια στα μάτια κι είπες πως «είναι μπαλόνι ο έρωτας και συ είχες το βελόνι».
Πόνεσα που τρυπήθηκα τόσο πολύ που ξύπνησα.»
Θα ονειρεύτηκα. Μα ξύπνησα κι έβρεχε.
Φαρδιές , μεγάλες σταγόνες έπεφταν στο τσιμέντο.
Και στεκόμουν πράγματι ,όρθιος μπροστά στο παράθυρο της φυλακής μου, μόνος κι ανίκανος να αντιληφθώ τι μου συμβαίνει.
Τελικά έχουν τόση ομοιότητα τα όνειρα με την πραγματικότητα!
Και μένουν έκθετοι αυτοί που τα δημοσιοποιούν.
Δεν έχω απογοητευτεί περισσότερο στη ζωή μου από όσο τώρα, ούτε έχω αισθανθεί μεγαλύτερη ταπείνωση από τούτη.
«Ήθελα να σε απογοητεύσω».
Η πρόθεση σε όποια πράξη κι αν υπάρχει είναι από μόνη της ανέντιμη.
Τώρα λοιπόν, που το κατάφερες, χαλάρωσε.
Μόνο φεύγοντας κλείσε την πόρτα. Θέλω να μείνω πάλι μόνος.
Καληνύχτα…
Σημ.:
O Χρήστος γράφει μέσα από τη φυλακή όπου εκτίει την πολυετή ποινή του για κάποιο "οικονομικό έγκλημα" που διέπραξε. Θα μπορούσε να είχε γλυτώσει αν ήταν, ας πούμε, κάποιος πολιτικός ή στέλεχος τήςς ΝΔ ή του ΠαΣοΚ.
Πέρα απ' αυτά, τα όχι άσχετα, εγώ θεωρώ ότι είναι ένα πηγαίο λογοτεχνικό ταλέντο που βρήκε το δρόμο του προσπαθώντας να εκφραστεί για να "μη σκάσει", όπως έχει γράψει σε κάποιο άλλο σημείωμά του.
Χρήστος Κρετσόβαλης
«Έβρεχε. Κι έσταζαν μια – μια οι σταγόνες της βροχής στο χώμα.
Κάνανε κύκλους στο νερό που λίμναζε, σαν αλήθειες που μπλέκονται η μια στην άλλη.
Και κυλιόμουν στο βρεγμένο γρασίδι γιατί του έρωτα τα βέλη και τούτη τη φορά με μάτωσαν γλυκά και γέλαγα σαν μικρό, αδέξιο παιδί που δεν λογάται τι πόνο κρύβουν οι λάσπες.
Κι ερωτεύτηκα στάχυα αμέτρητα σε αγρούς ξένους.
Κάποιος τα θέρισε, λέει, και στάθηκα αμήχανος να ακούω τον αέρα που ΄φερνε , από μακριά, φωνές ατέλειωτες από γλέντια θερισμού.
Νοικοκυράδες που θαύμαζαν τον πηγαιμό του ήλιου στη δύση του.
Κι απάνου στο λαμπερό ταξίδι του, νιφάδες έπεφταν χιονιού.
Κι άσπριζαν κι άλλο… κι άλλο το χώμα. Μα νύχτωνε.
Κι όσο η κάψα έσβηνε του ήλιου, τόσο κρύωνα αφού στεκόμουν μόνος στο κέντρο ενός χωραφιού, σαν θημωνιά, όρθιος και πάλευα να μην γείρω.
Κι ήρθα στα λογικά μου κι είδα πως μήτε χιόνι ήταν, μήτε νιφάδες του.
Μα κάψαλα από καμένα όνειρα που σήκωσε απότομα ο αγέρας κι έριχνε στα μάτια μου , να τσούζουν.
Κι ύστερα είδα πως πίσω από ένα παράθυρο στεκόμουν, φυλακής, με σίδερα που ορθώνονταν από την καρδιά ως και του τοίχου μου, τα βάθη.
Και ψέλλισα πως «είσαι Έρωτας, δικός μου Έρωτας».
Κι εσύ δεν μίλαγες, τάχα μη με πληγώσεις. Ούτε γέλαγες τάχα μη με πονέσεις.
Μόνον όταν ντύθηκα σιωπή, με κοίταξες παγερά, πιο παγερά κι από φευγιού βλέμμα, ολόισια στα μάτια κι είπες πως «είναι μπαλόνι ο έρωτας και συ είχες το βελόνι».
Πόνεσα που τρυπήθηκα τόσο πολύ που ξύπνησα.»
Θα ονειρεύτηκα. Μα ξύπνησα κι έβρεχε.
Φαρδιές , μεγάλες σταγόνες έπεφταν στο τσιμέντο.
Και στεκόμουν πράγματι ,όρθιος μπροστά στο παράθυρο της φυλακής μου, μόνος κι ανίκανος να αντιληφθώ τι μου συμβαίνει.
Τελικά έχουν τόση ομοιότητα τα όνειρα με την πραγματικότητα!
Και μένουν έκθετοι αυτοί που τα δημοσιοποιούν.
Δεν έχω απογοητευτεί περισσότερο στη ζωή μου από όσο τώρα, ούτε έχω αισθανθεί μεγαλύτερη ταπείνωση από τούτη.
«Ήθελα να σε απογοητεύσω».
Η πρόθεση σε όποια πράξη κι αν υπάρχει είναι από μόνη της ανέντιμη.
Τώρα λοιπόν, που το κατάφερες, χαλάρωσε.
Μόνο φεύγοντας κλείσε την πόρτα. Θέλω να μείνω πάλι μόνος.
Καληνύχτα…
Σημ.:
O Χρήστος γράφει μέσα από τη φυλακή όπου εκτίει την πολυετή ποινή του για κάποιο "οικονομικό έγκλημα" που διέπραξε. Θα μπορούσε να είχε γλυτώσει αν ήταν, ας πούμε, κάποιος πολιτικός ή στέλεχος τήςς ΝΔ ή του ΠαΣοΚ.
Πέρα απ' αυτά, τα όχι άσχετα, εγώ θεωρώ ότι είναι ένα πηγαίο λογοτεχνικό ταλέντο που βρήκε το δρόμο του προσπαθώντας να εκφραστεί για να "μη σκάσει", όπως έχει γράψει σε κάποιο άλλο σημείωμά του.
Radical30 World :: Περιεχόμενα :: κλικ > Το Blog/Forum Radical World - Περιεχόμενα :: ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - ΤΕΧΝΗ :: Λογοτεχνικά κ.ά.
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Κυρ 06 Μαρ 2016, 12:59 από radical30
» Forsaken-2015 ******
Δευ 22 Φεβ 2016, 10:13 από radical30
» The First Grader *******
Δευ 08 Φεβ 2016, 13:05 από radical30
» Περί των "Κοινών Αγαθών"
Παρ 05 Φεβ 2016, 02:20 από radical30
» Ο δικός μου "χιονάνθρωπος"
Τετ 03 Φεβ 2016, 06:11 από radical30
» Δημήτρης Βαρδαβάς
Τετ 03 Φεβ 2016, 04:52 από radical30
» Η "Νονά"
Σαβ 23 Ιαν 2016, 06:11 από radical30