Σύνδεση
Πρόσφατα Θέματα
Παρόντες χρήστες
117 χρήστες είναι συνδεδεμένοι αυτήν την στιγμή:: 0 μέλη, 0 μη ορατοί και 117 επισκέπτες :: 1 μηχανή αναζήτησηςΚανένας
Περισσότεροι χρήστες υπό σύνδεση 400, στις Τρι 22 Οκτ 2024, 21:40
29 ΜΑΪΟΥ 1453 - Η ΆΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Radical30 World :: Περιεχόμενα :: κλικ > Το Blog/Forum Radical World - Περιεχόμενα :: ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - ΤΕΧΝΗ :: Πολιτιστικά - Ιστορικά
Σελίδα 1 από 1
29 ΜΑΪΟΥ 1453 - Η ΆΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
"ΧΡΟΝΙΚΟΝ"
του Γεωργίου Φραντζή ή Σφραντζή.
ΒΙΒΛΙΟ Γ'
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ, ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΕΤΕΡΩΝ ΤΙΝΩΝ
Τα γεγονότα στην Πελοπόννησο
Ο Φλαντανελάς
Φήμες για βοήθεια από τη Δύση
Ο λόγος του Μωάμεθ
Ο λόγος του Κωνσταντίνου
Οι ετοιμασίες των Τούρκων και η τελευταία επίθεση
Ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη
Η άλωση
Η είσοδος του Μωάμεθ Β'
Βλέποντας και ακούγοντας ο αμιράς Μωάμεθ τους περιφανείς πολέμους και νίκες του πατέρα του, καθώς και των άλλων τρισκατάρατων προγόνων, σκεφτόταν τι να κάνει κι αυτός που να μείνει αξιομνημόνευτο. Αυτά έχοντας στο νου του, συνέλαβε κακό σχέδιο εναντίον μας, να αρχίσει πόλεμο δηλαδή κατά της Πόλης. Έλεγε με το νου του: «Αν νικήσω την Πόλη, έκανα περισσότερα απ’ όλους όσοι προηγήθηκαν• γιατί αυτοί επιχείρησαν πολλές φορές να επιτεθούν εναντίον της, αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτε». Γι’ αυτή την κρυφή πρόθεσή του τού φάνηκε σκόπιμο να κτίσει κοντά στους Ασωμάτους ένα οχυρό, για να ‘χει καταφύγιο όταν θα άρχιζε τις επιχειρήσεις του, έτσι ώστε κανένα πλοίο, μικρό ή μεγάλο, να μην μπορεί να κατέβει από τον Εύξεινο προς την Πόλη, και για να έχει ευκολότερο το πέρασμα από την Ασία στην Ευρώπη. Θέλοντας και καθώς βιαζόταν να βάλει σε πράξη τα σχέδιά του, στις 29 Μαρτίου έτους 6960 (1452) ήρθε και εγκαταστάθηκε στο στενό για να κτίσει το φρούριο.
Ο αυτοκράτωρ, βλέποντας τις πανουργίες του, θέλησε να δώσει αυτός πρώτος τη μάχη για να τον εμποδίσει, αλλά μερικοί από τη σύγκλητο, ιερωμένοι και λαϊκοί εμπόδισαν τη γνώμη και την απόφαση του αυτοκράτορα λέγοντας: «Μην αναλαμβάνεις, η Βασιλεία σου, την πρωτοβουλία του πολέμου, ώσπου να δούμε τι θέλει να κάνει αυτός. Αν κτίσει το φρούριο, το καταλαμβάνουμε με ευκολία, επειδή εμείς είμαστε πιο κοντά». Όταν το είδαν τελειωμένο, τότε κατάλαβαν πραγματικά ότι οι φρούδες ελπίδες τρέφουν τους ανόητους. [...]
Τα γεγονότα στην Πελοπόννησο
Τον Ιούνιο του ίδιου έτους άρχισε ο πόλεμος. Ο Μωάμεθ επιτέθηκε εναντίον μας και αιχμαλώτισε όλους όσοι κατοικούσαν έξω από τα τείχη της Πόλης. Στο μεταξύ, τελείωσε και η οικοδόμηση του φρουρίου, και ύψωσε σ’ αυτό τρεις ισχυρούς πύργους: δυο χερσαίους και έναν κοντά στη θάλασσα, που ήταν λίγο μεγαλύτερος από τους άλλους δύο. Το πάχος των τειχών ήταν είκοσι πέντε πόδια και το εσωτερικό τους ήταν ευρύχωρο, κάπου τριάντα δύο πόδια. Κατόπιν σκέπασε τους πύργους με μολύβι και οχύρωσε όλο το φρούριο καλά, εγκαθιστώντας σ’ αυτό φρουρά.
Στις 28 Αυγούστου κίνησε από εκεί και έφτασε ως τις σούδες της Πόλης. Την 1η Σεπτεμβρίου του έτους 6961 (1453) πέρασε στην Αδριανούπολη για να δει, καθώς φαίνεται, τις δύο αυτές ημέρες τα τείχη της πόλεως και τις τάφρους και ό,τι άλλο ήθελε να δει. Και το ίδιο φθινόπωρο, την 1η Οκτωβρίου, έστειλε τον Τουραχάν και τους δυο γιους του, τον Αχμέτ και Ομέρ, με πολύ στρατό στην Πελοπόννησο, προκειμένου να πολεμήσουν εναντίον των δεσποτών αδερφών του αυτοκράτορα, και να τους εμποδίσουν με μάχη, ώστε να μην μπορούν ν’ αφήσουν τον τόπο και να έρθουν σε βοήθεια της Πόλης.
Έτσι ο αμιράς διέταξε να τους εμποδίσουν όλο το χειμώνα, και να μη βρουν αυτοί ευκαιρία να έρθουν να βοηθήσουν την Πόλη και τον αυτοκράτορα αδερφό τους. Ο Τουραχάν έφτασε στην Πελοπόννησο και κατέλαβε τα τείχη του Ισθμού. Και από τα δύο μέρη σκοτώθηκαν πολλοί, χριστιανοί και άπιστοι• περισσότεροι χριστιανοί, οι οποίοι και τράπηκαν σε φυγή. Αυτός εγκατέλειψε την Κόρινθο και διέσχισε την Πελοπόννησο αιχμαλωτίζοντας, λαφυραγωγώντας και εξανδραποδίζοντας όσους έβρισκε• έτσι έφτασε ως την περιοχή της Αρκαδίας και το Μεσσηνιακό κόλπο, λεηλατώντας μέχρι και τα μέρη της Μαντινείας.
Βλέποντας τον τόπο στενό και περιορισμένο, σε σημείο να μην μπορεί ο στρατός να πορεύεται όλος μαζί, έδωσε στο γιο του Αχμέτ ένα Τμήμα εξασκημένου στρατού και τον διέταξε να πορευτεί προς Λεοντάρι, ενώ αυτός προήλαυνε από άλλη κατεύθυνση. Μόλις το ‘μαθαν αυτό σι δεσπότες και αδερφοί έστειλαν λαθραία το Ματθαίο Ασάνη με στρατό.
Αυτός, φτάνοντας στον τόπο όπου επρόκειτο να περάσουν, επιτέθηκε εναντίον τους αιφνιδιαστικά, και σκότωσε πολλούς και αιχμαλώτισε επίσης, μεταξύ δε των αιχμαλώτων ήταν και ο Αχμέτ, ο γιος τού Τουραχάν, τον οποίο απέστειλε στη Σπάρτη προς το δεσπότη Δημήτριο. Και στις 17 Ιανουαρίου του ίδιου χρόνου γεννήθηκε, από τη γενιά των Παλαιολόγων, ο διάδοχος της βασιλείας των Ρωμαίων, κληρονόμος ενός μικρού πλέον τμήματος, ο Ανδρέας Παλαιολόγος, γιος του δεσπότη Θωμά του πορφυρογέννητου.
Έτσι, λοιπόν, είχαν τα πράγματα στην Πελοπόννησο. Μόλις δε ήρθε η άνοιξη, ο αμιράς συγκέντρωσε όλο το στόλο που είχε ναυπηγήσει, τα πολιορκητικά μηχανήματα, μικρά και μεγάλα, καθώς και άλλα όργανα πολέμου και, αφού τα έστειλε ως εμπροσθοφυλακή τον Χαρατή-πασά με στρατό, ήρθε και απέκλεισε την Πόλη. Πριν φτάσει ο αμιράς, ο Χαρατή-πασάς πολιόρκησε και κατέλαβε τους έξω από την Πόλη πύργους που βρίσκονταν στους αγρούς και τα χωριά, όπου είχαν συναχθεί μερικοί άνθρωποι, λόγω του αιφνιδιασμού της επίθεσης. Απ’ αυτούς τους ανθρώπους ένα μέρος υποδούλωσε, ενώ ένα άλλο μέρος πέθανε από τις αρρώστιες και τις κακουχίες, και αρκετοί χριστιανοί αιχμαλωτίστηκαν.
Στο μεταξύ, κατέφθαναν άφθονα τα πολεμικά εφόδια και οι μηχανές. Έφεραν πολλά βλητικά μηχανήματα, και μερικά απ’ αυτά ήταν τόσο μεγάλα, ώστε δεν μπορούσαν ούτε σαράντα ζεύγη βόδια να σύρουν το καθένα, ή και πενήντα, και περισσότεροι από δυο χιλιάδες άνθρωποι. Στις 2 Απριλίου έφτασε και ο αμιράς με πλήθος αναρίθμητο στρατό, ιππικό και πεζικό. Φτάνοντας έστησε τη σκηνή του απέναντι στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ ο στρατός, σαν άμμος της θάλασσας παρατάχτηκε απέναντι στο Εξαμίλιο τείχος της ξηράς, που έπιανε από την μια ως την άλλη θάλασσα.
Ο στρατός της Ανατολής έστησε τις σκηνές του δεξιά του αμιρά, ως την ακτή της θαλάσσιας Χρυσής πύλης, ο δε στρατός της Ευρώπης στα αριστερά και μέχρι την Ξυλόπορτα, στην ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο αμιράς ήταν προφυλαγμένος μαζί με τους άλλους ευγενείς του παλατιού του με σκαμμένα χαρακώματα και με ξύλινους φράκτες, και έξω από το χαράκωμα περιπολούσαν οι γενίτσαροι. Ο πασάς, που ήταν και συγγενής του αμιρά, έφτασε με το στρατό που του είχε εμπιστευτεί και κατασκήνωσε πάνω από το Γαλατά. Την ίδια μέρα κατέφτασε και μέρος του στόλου και πλησίασε στις ακτές της θάλασσας της Πόλης. Ήταν κάπου τριάντα τριήρεις και δρόμωνες, και μικρά πλοιάρια κάπου εκατόν τριάντα.
Και έτσι παρακολουθούσε την Πόλη, πολιορκώντας την με κάθε τρόπο και μηχανές, περικυκλωμένη από ξηρά και θάλασσα σ’ όλη την περίμετρο των δεκαοχτώ μιλίων της. Ο αυτοκράτορας διέταξε να τοποθετήσουν τη σιδερένια βαρύτατη αλυσίδα στο στόμιο του λιμένα, για να εμποδιστεί η επίθεση του εχθρικού στόλου. Μέσα από την αλυσίδα παρέταξαν όσα καράβια έτυχαν εκεί, για να εμποδίσουν πιο αποτελεσματικά την είσοδο, και να αντεπιτίθενται κατά των εχθρών. Ήταν τα εξής καράβια: τρία της Λιγουρίας (γενουατικά), ένα της Ιβηρίας (ισπανικό), δηλαδή καστιλιάνικο, (...) γαλλικά από την Προβηγκία, τρία κρητικά —ένα από τον Χάνδακα και δύο από τις Κυδωνίες— όλα παραταγμένα καλά σε πολεμικό σχηματισμό. Έτυχαν επίσης και τρία μεγάλα βενετσιάνικα εμπορικά καράβια, που οι Ιταλοί τα ονομάζουν «γκρόσσες γαλέρες» ή καλύτερα «γαλεάτσες», και άλλα τρία ταχύπλοα, που είχαν προορισμό να υπηρετούν και να φρουρούν τα εμπορικά. Ο βασιλεύς διέταξε να μείνουν και αυτά να βοηθήσουν την Πόλη. Έτσι οργανώθηκε η άμυνα του λιμένα.
Από την ξηρά ο εχθρός έστησε το μεγάλο εκείνο τηλεβόλο, που είχε άνοιγμα στομίου δώδεκα πιθαμές, καθώς και άλλα πολλά βλητικά μηχανήματα, αξιοθέατα. Έφτιαξαν και ένα ύψωμα με χώμα, τεράστιο, και αφού το επίστρωσαν με ξύλα, χτυπούσαν από εκεί επάνω τα τείχη με σφοδρότητα, σε δεκατέσσερα σημεία. Από τα πετροβόλα μηχανήματα πολλά αξιόλογα σπίτια κοντά στα τείχη γκρεμίστηκαν, και ιδιαίτερα τα ανάκτορα. Από τα τηλεβόλα η Πόλη γέμισε θορύβους, με τους κρότους και τα χτυπήματα των τειχών και των πύργων, και δεν έλειπαν κι από τις δυο μεριές θάνατοι από τα τηλεβόλα και τα μικρά βλητικά όπλα, τις μπαλαίστρες τα τόξα και τα άλλα.
Ο πόλεμος διαρκούσε νυχθημερόν, καθώς και οι συμπλοκές, οι συρράξεις και οι ακροβολισμοί. Ο αμιράς έλπιζε πως με το να είμαστε λίγοι θα κουραζόμαστε και θα έπαιρνε εύκολα την Πόλη. Δεν μας άφησε, λοιπόν, να πάρουμε ανάσα. Το μεγάλο και ισχυρό εκείνο τηλεβόλο, με το να βάλει συνεχώς, επειδή το μέταλλό του δεν ήταν και τόσο γερό, έσκασε καθώς έβαλε ο πυροβολητής, και έγινε πολλά κομμάτια, τα οποία σκότωσαν και πλήγωσαν πολλούς. Όταν το άκουσε ο αμιράς λυπήθηκε πολύ και διέταξε να φτιάξουν στη θέση του άλλο, ισχυρότερο. Ως εκείνη την ημέρα δεν είχε κατορθώσει εναντίον μας τίποτε το αξιόλογο.
Στις 15 του μηνός έφτασε και ο υπόλοιπος τουρκικός στόλος από τον Εύξεινο Πόντο και τη Νικομήδεια της Ασίας, τριακόσια είκοσι καράβια τον αριθμό, από τα οποία δεκαοχτώ τριήρεις, σαράντα οχτώ μικρότερα και τα υπόλοιπα, περίπου τριακόσια είκοσι, πλοία μεγάλα• και άλλα, φορτωμένα με στρατό και τοξότες πάρα πολλούς τον αριθμό. Υπήρχαν ανάμεσα στα καράβια και είκοσι πέντε φορτηγά, που ήταν φορτωμένα ξύλα, πέτρες, ασβέστη και άλλες ύλες, κατάλληλες για πολιορκία πόλεως. Ωστόσο, δεν ήταν εύκολο να μπουν στο λιμάνι για την αιτία που σημειώσαμε. Ήρθαν λοιπόν στην ανατολική ακτή, λίγο πιο κάτω από το Διπλοκιόνιο ως την εκκλησία του αγίου Κωνσταντίνου, και αγκυροβόλησαν εκεί κοντά.
Στις 10 του ίδιου μήνα, ο αμιράς είχε αριθμήσει τα πλοία και το στρατό, ιππικό και πεζικό• βρήκε πλοία όλων των ειδών, τριήρεις, διπλά, μονά, δρόμωνες, τετρακόσια είκοσι, ενώ ο στρατός ο οποίος θα μαχόταν στην ξηρά ήταν διακόσιες πενήντα οκτώ χιλιάδες. Οι αντίπαλοι που βρίσκονταν μέσα στην Πόλη, την πελώρια άλλωστε, ήταν τέσσερις χιλιάδες εννιακόσιοι εβδομήντα τρεις, χωρίς α ξένους, που ήταν άλλες δυο χιλιάδες. Ήξερα εγώ πως έτσι έχουν τα πράγματα από την εξής αιτία: ο αυτοκράτορας έδωσε διαταγή και οι δήμαρχοι και οι στρατηγοί κατέγραψαν, ο καθένας στη δημαρχία του, ακριβώς όσους μπορούσαν να σταθούν στο κάστρο, κοσμικούς και μοναχούς, και τι όπλα είχε ο καθένας για την άμυνα. Και έτσι κάθε δήμαρχος του έδωσε τον κατάλογο της δημαρχίας του. Αυτός τότε με διέταξε: «Να ποια είναι η υπηρεσία σου• είναι πράγματα μυστικά και απόρρητα: Πάρε τα κατάστιχα του καταλόγου, κάθισε στο σπίτι σου και λογάριαζε ακριβώς πόσοι είναι και πόσα όπλα, ασπίδες, τόξα και βλητικά μηχανήματα».
Εγώ εκτέλεσα το πρόσταγμά του και έφερα το κατάστιχο με λύπη μου και πολλή θλίψη στο βασιλέα και αφέντη μου. Και ο αριθμός έμεινε απόκρυφος και μόνο εγώ και αυτός τον γνωρίζαμε. Ωστόσο, ήταν και μερικοί από τους άρχοντες, αλλά και το λαό, άχρηστοι και δειλοί στην καρδιά, οι οποίοι για το φόβο του πολέμου και των άλλων δυσκολιών έφυγαν ομαδικά, από καιρό, από την Πόλη. Όταν αυτό έφτασε στ’ αυτιά του αυτοκράτορα στέναξε από τα φυλλοκάρδια του και δεν έκανε τίποτε άλλο.
Στα δύο καράβια ήταν κάποιος Γενουάτης, που ήταν πλοίαρχος και ιδιοκτήτης τους, άνθρωπος πολύ επιδέξιος, ανδρείος και άξιος, που ονομαζόταν Ιωάννης Ιουστινιάνης, από καλή γενιά. Ο αυτοκράτωρ, βλέποντάς τον επιδέξιο σε όλα, τον διόρισε δήμαρχο και διοικητή τριακοσίων ανδρών, και του έδωσε εξουσία να διοικεί και να φροντίζει, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία εξουσία του πολέμου, εμπιστευόμενος πολύ σ’ αυτόν. Κι’ αυτός πράγματι έκανε έργα αξιομνημόνευτα.
Όταν ο αμιράς έφτιαξε και πάλι μέσα σε λίγο χρόνο το σπασμένο τηλεβόλο, μέρα και νύχτα χτυπούσαν πλέον τα τείχη, και δημιουργούσαν τρομερό θόρυβο με κάθε πολεμική μηχανή, με ακροβολισμούς, με συρράξεις και τρομερές συμπλοκές, και το κακό ήταν πολλών ειδών.
Οι δικοί μας, από την άλλη, μάθαιναν κάθε μέρα τις πολεμικές μηχανές και, βλέποντας τις μηχανές των αντιπάλων, άφησαν κάθε δειλία και φόβο και έβρισκαν καινούριους τρόπους και τέχνες, και έβλαπταν αρκετά τον εχθρό. Μερικά από τα τεχνάσματα δεν ήταν μεγάλης διάρκειας, επειδή δεν είχαμε καθόλου άνεση, καθώς και τα αναγκαία, λόγω της μάχης και του αποκλεισμού. Σε μερικά σημεία αφού χάλασαν τα τείχη με βλητικά μηχανήματα και πυροβόλα θέλησαν κατόπιν να γεμίσουν τις τάφρους, για να εισβάλουν εύκολα και να εισχωρήσουν από τα χαλάσματα των τειχών. Άρχισαν τους ακροβολισμούς και τις συμπλοκές, ύστερα έριχναν χώματα στις τάφρους και κλαδιά δέντρων και άλλες ύλες, και κάποιοι, στη βιασύνη τους, και τις σκηνές τους.
Και ήταν πραγματικά θεαματικό να βλέπεις ότι πολλοί, από το πλήθος και τη στενότητα του χώρου, έπεφταν• και αυτοί που ακολουθούσαν πίσω έριχναν αλύπητα ξύλα και χώματα και τους σκέπαζαν οικτρά, και τους έστελναν ζωντανούς στον Άδη. Άλλοι, οι πιο δυνατοί, από την ορμή και τη βιασύνη τους έριχναν επίτηδες αντί για κλαδιά τους πιο αδύνατους, χωρίς να τους λυπούνται. Αλλά κι αυτά κάνοντας, δεν μπορούσαν να ξεφύγουν σώοι και αβλαβείς από τα βλητικά μηχανήματα και τους τοξότες, καθώς και από τις βαριές πέτρες που εκσφενδονίζονταν από τα τείχη• έτσι και σι αντίπαλοι έπεφταν καίρια χτυπημένοι, αλλά και κάποιοι δικοί μας δεν τη γλίτωσαν. Τραβούσαν οι Τούρκοι τα βλητικά τους μηχανήματα ως τα χείλη των τάφρων και ο πόλεμος, η μάχη και η συμπλοκή έπαιρναν φρικαλέα έκταση.
Σ’ αυτά δεν ήταν κατώτερα τα δικά μας. Και ήταν αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι, χωρίς πολεμική πείρα, ωστόσο νικούσαμε, επειδή πολεμούσαμε γενναία και μεγαλόψυχα και κάναμε άθλους ανώτερους από τις δυνάμεις μας. Και ενώ αυτοί γέμιζαν όλη μέρα τις τάφρους, εμείς όλη τη νύχτα τις αδειάζαμε από τα ξύλα και τα άλλα υλικά, και τα ορύγματα έμεναν όπως ήταν και πριν. Τους γκρεμισμένους πύργους τους στηρίζαμε με χώμα και βότσαλα, με βαρέλια και με άλλα ξύλα, και τους επιδιορθώναμε και πάλι.
Ο αμιράς βλέποντάς τα ντρεπόταν, γιατί η απόφασή του έμενε απραγματοποίητη• θέλοντας να πραγματώσει ένα άλλο πολεμικό τέχνασμα, διέταξε να ‘ρθουν μερικοί άντρες που να μπορούν να σχεδιάσουν σωστά και να φτιάξουν λαγούμια κάτω από τη γη, και μέσω αυτών ο στρατός να μπει εύκολα μέσα στην Πόλη. Άρχισαν λοιπόν, κατά διαταγή του, να σκάβουν. Ένας δικός μας, Ιωάννης Γερμανός, πολύ ασκημένος στα πολεμικά τεχνάσματα και στο υγρό πυρ, κατάλαβε το τέχνασμα και έσκαψε ένα αντίθετο λαγούμι, το οποίο γέμισε καταλλήλως με υγρό πυρ. Καθώς οι Τούρκοι έρχονταν χαρούμενοι από το λαγούμι τους, ο Γερμανός άναψε το πυρ που υπήρχε στο αντίθετο, το δικό του λαγούμι, και έκαψε πολλούς απ’ αυτούς, ενώ αχρήστεψε και τα τεχνάσματά τους.
Ένα λαγούμι όμως των αντιπάλων, ο πολύς Γερμανός, από λάθος, δεν το ανακάλυψε. Οι Τούρκοι άναψαν κι αυτοί το υγρό πυρ που είχαν προετοιμάσει, αλλά δεν έκαναν τίποτε. Μόνο ένα μέρος ενός παλιού πύργου έπεσε από την ανάφλεξη του πυρός, που εμείς αμέσως επισκευάσαμε. Ήταν μερικοί γέροι που έλεγαν ότι οι αντίπαλοι το έκαναν αυτό και σε άλλους πολέμους, αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτε‚ γιατί το μεγαλύτερο μέρος της Πόλης κάτω από τα τείχη ήταν πετρώδες.
Ο αμιράς, γελασμένος και διαψευσμένος στις ελπίδες του τούτες, δοκίμασε νέα τεχνάσματα και νέα εφευρήματα για την πολιορκία. Κατασκεύασε ένα μεγάλο πολιορκητικό μηχάνημα, με πολλούς τροχούς και χοντρά ξύλα, με πολύ πλάτος και ύψος. Μέσα κι έξω το έντυσε με τομάρια βουβάλων και βοδιών και επάνω είχε πύργους και χωρίσματα, εξέδρες και κρύπτες, ώστε να μην μπορούμε να βλάψουμε όσους ήταν μέσα. Το έξω μέρος ήταν ανοικτό, ώστε να μπαινοβγαίνουν όσοι ήθελαν. Από την μεριά που σκόπευαν να πλησιάσουν το όρυγμα, είχε τρεις μεγάλες πύλες με σκέπασμα, καλά προφυλαγμένες, όπως είπαμε.
Είχαν μέσα, και γύρω, κάθε όργανο της πολεμικής τέχνης και πολλά υλικά και ξύλα για να τα ρίξουν στην τάφρο την κατάλληλη στιγμή, και να περάσουν εύκολα. Είχε και σκάλες με σκοινένια σκαλοπάτια, που μαζεύονταν με σκοινιά, και σηκώνονταν επίσης ψηλά. Παρ’ όλα αυτά και με άλλα μηχανήματα, όσα συνέλαβε ποτέ νους ανθρώπου, που δεν τα φανταζόταν ο βασιλεύς, δε στάθηκε δυνατό να καταληφθεί το φρούριο. Σε άλλα μέρη έφτιαξαν αμάξια με πολλούς τροχούς, και επάνω σαν πύργους• και αυτά ντυμένα όπως περιγράψαμε. Είχαν, επίσης, μέσα πολλά μηχανήματα κατάλληλα για την εκτόξευση υγρού πυρός. Σε μια ώρα τα ετοίμασαν όλα, για να τα χρησιμοποιήσουν ταυτόχρονα. Και πρώτα με τη φοβερή εκείνη πολιορκητική μηχανή, έριξαν μια δυνατή βολή και γκρέμισαν τον πύργο κοντά στην πύλη του αγίου Ρωμανού• αμέσως έσυραν τη μηχανή εκείνη και την έστησαν πάνω από το όρυγμα, και η μάχη και η συμπλοκή έγινε φοβερή και τρομερή.
Ήταν πριν από την ανατολή του ήλιου, και κράτησε όλη την ημέρα. Και πότε η σύρραξη και η συμπλοκή δυνάμωναν πολύ, και πότε τα ξύλα, τα υλικά και τα χώματα που ήταν μέσα στη μηχανή τα έριχναν στην τάφρο. Και από το χάλασμα του πύργου έριχναν κομμάτια πέτρες και άνοιξαν δρόμο απευθείας. Όσοι δικοί μας έτυχαν εκεί τους εμπόδιζαν γενναία, και πολλές φορές τους γκρέμισαν από τις σκάλες, ενώ μερικές ξύλινες σκάλες τις κατέκοψαν• και οι αντίπαλοι αποκρούστηκαν δυνατά πολλές φορές εκείνη την ημέρα, ως την πρώτη ώρα της νύχτας.
Οι ασεβείς, από την πολλή προσπάθεια και τα πλήγματα, αγανάκτησαν, και η συμπλοκή και ο πόλεμος σταμάτησε, ελπίζοντας ότι το πρωί θα βρουν ευκολότερο τρόπο με λιγότερο κόπο. Αλλά διαψεύσθηκαν οι ελπίδες τους, γιατί ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, σαν διαμάντι, αφού έδωσε όλη τη νύχτα θάρρος στους στρατιώτες του και τους συμβούλεψε μπροστά στον αυτοκράτορα και πολλούς άλλους που είχαν έρθει σε εκείνο το μέρος προς βοήθεια, αυτοί κόπιασαν όλη τη νύχτα και άδειασαν τις τάφρους, ανόρθωσαν με χίλια τεχνάσματα τον πεσμένο πύργο και στο μέγα πολιορκητικό μηχάνημα των αντιπάλων, όπως ήταν στημένο, του έβαλαν φωτιά από κάτω.
Όταν το ορνίθι λαλούσε για τρίτη φορά, έφτασαν χαρούμενοι, ελπίζοντας να βρουν, όπως είπαμε, εύκολα τον τρόπο να εισχωρήσουν. Όταν είδαν να διαψεύδονται σι ελπίδες τους, έμειναν εμβρόντητοι. Ο αμιράς, λυπημένος και ντροπιασμένος, θαύμασε την επιδεξιότητα των δικών μας και έλεγε κατάπληκτος: «Αν και οι τριάντα εφτά χιλιάδες προφήτες μου έλεγαν ότι αυτοί οι ασεβείς» και εννοούσε εμάς «θα έκαναν σε μια βραδιά όσα έκαναν, δεν θα το πίστευα».
Κατόπιν, βλέποντάς μας να μην έχουμε ούτε φόβο ούτε δειλία στους ακροβολισμούς και τις συρράξεις που γίνονταν κάθε μέρα, αν και τα αναρίθμητα βλήματα, βέλη και πέτρες έπεφταν επάνω μας σαν βροχή από τον ουρανό, δε λογάριαζαν κανέναν κίνδυνο• είχε πέσει σε σύγχυση και μεγάλη ταραχή του λογικού του, τόσο αυτός όσο και όλοι του οι σύμβουλοι. Έτσι, λοιπόν, είχαν τα πράγματα.
Ο Φλαντανελάς
Και ενώ γίνονταν αυτά και η Πόλη πολιορκούνταν, τρία γενοβέζικα καράβια, παίρνοντας φορτίο από τη Χίο και βρίσκοντας κατάλληλο άνεμο, έπλευσαν προς εμάς. Καθώς πορεύονταν βρήκαν άλλο ένα βασιλικό της Σικελίας με φορτίο σίτου, που ερχόταν κι αυτό. Σε μια νύχτα έφτασαν κοντά στην Πόλη, και το πρωί τα είδαν τα περιπολικά καράβια του αμιρά• και από τον υπόλοιπο στόλο ένα μεγάλο μέρος όρμησε εναντίον τους με χαρμόσυνες κραυγές, τύμπανα και ήχους σαλπίγγων, με την ελπίδα πως θα τα αιχμαλωτίσουν εύκολα.
Όταν πλησίασαν και άρχισαν τη μάχη και ακροβολίστηκαν, πρώτα επιτέθηκαν με οίηση εναντίον του βασιλικού καραβιού. Το καράβι, με την πρώτη προσβολή με βλητικά μηχανήματα και τόξα και πέτρες, τους δέχτηκε άσχημα. Ήρθαν στις πλώρες κάτω από το καράβι, και με χύτρες φτιαγμένες κατάλληλα με υγρό πυρ και πέτρες τους κρατούσαν και πάλι μακριά, γιατί τους αποδεκάτιζαν φοβερά. Εμείς, βλέποντάς τα αυτά πάνω από τα τείχη, παρακαλούσαμε το Θεό να λυπηθεί και αυτούς και εμάς.
Επίσης ο αμιράς, έφιππος στην ακτή, έβλεπε τα όσα γίνονταν. Για τρίτη φορά απομακρύνονταν και κατόπιν έκαναν επίθεση θέλοντας να συμπλακούν με οίηση και με αλαλαγμούς μεγάλους. Οι αξιωματικοί και οι κυβερνήτες στάθηκαν παλικαρίσια και ρωμαλέα και παρότρυναν τους ναύτες να προτιμήσουν το θάνατο από τη ζωή• και ιδιαίτερα ο κυβερνήτης του βασιλικού καραβιού, που ονομαζόταν Φλαντανελάς, ο οποίος έτρεχε από την πρύμνη στην πλώρη, και πολεμούσε σαν λιοντάρι, παροτρύνοντας τους άλλους με φωνές, έτσι που δεν μπορώ να περιγράψω τις κραυγές του και τους κρότους των άλλων, που έφταναν ως τον ουρανό. Η μάχη άρχισε και πάλι μεγαλύτερη, και πολλοί από τα καράβια σκοτώθηκαν και πνίγηκαν• δυο καράβια κάηκαν και βλέποντάς τα, τα άλλα δείλιασαν.
Ο αμιράς, βλέποντας πως τόσος και τέτοιος στόλος, δεν έκανε τίποτε αξιόλογο, αλλά μάλλον ήταν κατώτερος των περιστάσεων, κατελήφθη από θυμό και μανία, βρυχιόταν και έτριζε τα δόντια του και περιέλουε με βρισιές τους δικούς του, αποκαλώντας τους δειλούς στην καρδιά, γυναικούλες και άχρηστους. Κέντρισε το άλογό του και μπήκε στη θάλασσα (τα καράβια ήταν κοντά στην ξηρά όσο η βολή μιας πέτρας), και τα ρούχα του βράχηκαν από τα αρμυρά νερά της θάλασσας. Ο στρατός από την ξηρά βλέποντάς τον να κάνει έτσι αγανακτούσε, λυπόταν και βλαστημούσε το στόλο. Και πολλοί έφιπποι ακολούθησαν τον αμιρά και έφτασαν ως τα καράβια.
Οι άνθρωποι του στόλου βλέποντας τον αμιρά να κάνει έτσι, ντράπηκαν για τις βρισιές και, θέλοντας μη θέλοντας και θυμωμένοι πολύ, έστρεψαν τις πλώρες εναντίον των αντίπαλων πλοίων και πολεμούσαν ισχυρά. Τι να πεις! όχι μόνο σε τίποτε δεν έβλαψαν τα καράβια, αλλά έπαθαν και τόσες συμφορές σε νεκρούς και τραυματίες, ώστε δεν μπορούσαν τα τουρκικά καράβια να γυρίσουν πίσω. Σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα, όπως έμαθα, περισσότεροι από δώδεκα χιλιάδες Αγαρηνοί, μόνο στη θάλασσα.
Όταν έπεσε η νύχτα, ο στόλος αποχώρησε αναγκαστικά και τα φιλικά καράβια βρήκαν ευκαιρία και μπήκαν στο λιμάνι χωρίς καμιά απώλεια, εκτός από λίγους πληγωμένους που μετά λίγες μέρες, δυο τρεις απ’ αυτούς πέθαναν. Ο αμιράς είχε τόσο θυμώσει και οργιστεί εναντίον του ναυάρχου του στόλου του, ώστε ήθελε να τον ανασκολοπίσει, λέγοντας πως εξαιτίας της ανανδρίας και της ολιγοψυχίας του τα καράβια το έσκασαν εκείνη τη νύχτα, και από την απροσεξία του και την ανικανότητά του τα άφησε να μπουν στο λιμάνι. Μερικοί άρχοντες της αυλής του και σύμβουλοί του τον παρακάλεσαν, και χάρισε τη ζωή στο ναύαρχο, αλλά του στέρησε το αξίωμα, και όλη την περιουσία του τη χάρισε στους γενίτσαρους.
Ο αμιράς έμεινε ωστόσο στενοχωρημένος, δάγκωνε τα χέρια του σαν σκυλί, κλοτσούσε με τα πόδια του και κοίταζε το χώμα. Γκρέμισε δυο και τρεις φορές τα τείχη, γέμισε τις τάφρους, και παρ’ όλα αυτά τα έβλεπε και πάλι να υψώνονται• και εκατόν πενήντα καράβια του, διάφορων ειδών, δεν μπόρεσαν να αιχμαλωτίσουν τα τέσσερα εκείνα των αντιπάλων• αντίθετα, εκείνα σκόρπισαν φοβερό θανατικό σ’ αυτούς. Αναστενάζοντας από τα φυλλοκάρδια του και βγάζοντας καπνό από το στόμα, που λέει ο λόγος, σκεπτόταν τι να κάνει για να στριμώξει περισσότερο την Πόλη και να ολοκληρώσει την πολιορκία από στεριά και θάλασσα. Σκέφτηκε τότε ένα τέχνασμα, για να μπάσει ένα μέρος του στόλου στο λιμάνι. Ο λόγος συνοδεύτηκε ευθύς από την πράξη, και από το πίσω μέρος του Γαλατά έστρωσε στο λόφο έναν ίσιο δρόμο μέχρι το λιμάνι, και τον κάλυψε ολόκληρο με σανίδια και ξύλα που τα άλειψε με λίπος βοδιών και κριαριών. Έφτιαξε επίσης και διάφορα άλλα όργανα και μηχανές, και έσυρε τα καράβια εύκολα πάνω από το λόφο, και τα κατέβασε μέσα στο λιμάνι.
Το έργο ήταν θαυμαστό και άριστο ναυτικό στρατήγημα. Νομίζω πως μιμήθηκε τον Καίσαρα Αύγουστο, όταν αυτός πολεμούσε εναντίον του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας, ο οποίος για την τρικυμία της θάλασσας από τους αντίθετους ανέμους δεν μπόρεσε να περιπλεύσει την Πελοπόννησο, και έσυρε τα καράβια δια του Ισθμού στην ανατολική θάλασσα της Ελλάδας και τράβηξε γρήγορα για την Ασία• ή, ακόμη, μιμήθηκε τον πατρίκιο Νικήτα, όταν κι αυτός από την ελλαδική θάλασσα πέρασε τα καράβια στη δυτική, και κατατρόπωσε τους Κρητικούς στη Μεθώνη και την Πύλο.
Λοιπόν, ο αμιράς, αφού πέρασε σε μια νύχτα τα καράβια, το πρωί βρέθηκαν αυτά μέσα στο λιμάνι. Κατόπιν κατασκευάζει μια γέφυρα με τον εξής τρόπο: αφού μάζεψε κάμποσες βάρκες, βαρέλια και μακριά δοκάρια, τα έδεσε όλα μαζί με σίδερα και σχοινιά, ώστε να μην μπορούν τα κύματα να διαλύσουν το έργο. Κατόπιν τοποθέτησε στερεά πάνω από τις βάρκες, τα βαρέλια και τα δοκάρια σανίδες και, αφού τις έδεσε και τις κάρφωσε με μεγάλα καρφιά, έφτιαξε μια ανθεκτική και πολύ καλή γέφυρα, πλατιά ως πενήντα οργιές, και ως εκατό στο μήκος, έτσι ώστε να έχει κανείς την εντύπωση ότι στο μέσον του λιμένα μπορούσε να περπατήσει όπως στην ξηρά.
Κατόπιν, αφού τοποθέτησε επάνω στη γέφυρα και ένα βλητικό μηχάνημα, άρχισε να χτυπά, μαζί με τα πλοία, εκείνη την περιοχή του τείχους. Τόσο ο αυτοκράτορας όσο και όλη η Πόλη, βλέποντάς τα όλ’ αυτά, έπεσαν σε μεγάλη σύγχυση σκέψεων. Ο αυτοκράτορας φοβόταν ότι είμαστε λίγοι. Έγινε σύσκεψη και αποφασίστηκε οι λίγοι που βρέθηκαν —στρατηγοί, δήμαρχοι και άλλοι εξέχοντες άντρες, Ιταλοί και Ρωμαίοι—, όταν θα έπαιρναν νεότερη διαταγή, να σπεύσουν σε εκείνες τις περιφέρειες του τείχους, στις οποίες είχε ταχθεί φρουρός ο καθένας τους, και να αντισταθούν στον εχθρό. Πριν απ’ όλους, εμπιστεύτηκε στον Ενετό βάιλο Ιερώνυμο Μηνότο να φρουρεί και να κανονίζει την άμυνα της περιοχής ανακτόρων και των γύρω, ενώ στον πρόξενο των Καταλανών Πέτρο Γουλιάνο δόθηκε προς φρούρηση η περιοχή στο λιμένα Βουκολέοντος ως το Κοντοσκάλιο, στο δε Ιάκωβο Κονταρίνη δόθηκε η περιοχή των τειχών του εξωτερικού λιμανιού ως την περιοχή των Υψωμαθίων (και δεν παράλειψε να εκτελέσει όσα αρμόζουν σε στρατιώτη, και μάλιστα ευγενή), ενώ στο Μανουήλ της Λιγουρίας δόθηκε προς φρούρηση η περιοχή στη λεγόμενη Χρυσή πύλη με διακόσιους τοξότες και μπαλαίστρες.
Υπήρχε εκεί ένα βλητικό μηχάνημα του αντιπάλου, ντυμένο με δέρματα βουβάλων και βοδιών, που χτυπούσε τα τείχη. Στα αδέρφια Παύλο, Αντώνιο και Τρωίλο εμπιστεύτηκε τη φρούρηση του Μυριάνδρου, σημείο όπου η Πόλη ήταν αδύνατη και επικίνδυνη. Νύχτα μέρα πεζοί και καβαλάρηδες Τούρκοι, μάχονταν εκεί γενναία και ανδρεία, και πολλές φορές, αφού πρώτα γκρέμισαν τα τείχη, μπήκαν μέσα, αλλά διώχτηκαν κακήν κακώς και σκοτώθηκαν όχι λίγοι απ’ αυτούς, ενώ ένα μέρος από τις σκάλες τους τις τραβούσαν μέσα και άλλες τις έσπαζαν.
Οι άθλοι των αντρών εκεί, αξίζουν να μνημονεύονται αιώνια. Στο Θεόφιλο Παλαιολόγο, άντρα γνώστη κάθε φιλολογικού συγγράμματος και κάτοχο της ελληνικής παιδείας, και τέλειο γνώστη των μαθηματικών, του εμπιστεύτηκε τη φύλαξη της πύλης της λεγόμενης Σηλυβρίας. Στον Ιωάννη Ισυστινιάνη, το στρατηγό του, και καλό και επιτήδειο σε καθετί, προς τον οποίο και ο βασιλεύς έτρεφε πολλές ελπίδες για τη γενναιότητα, την τόλμη και την ανδρεία του, δόθηκε προς φρούρηση με τετρακόσιους στρατιώτες, Ιταλούς και Ρωμαίους, η περιοχή της πύλης του αγίου Ρωμανού, όπου και σι Τούρκοι μάχονταν περισσότερο απ’ όσο στα άλλα μέρη.
Έστησαν το μεγάλο βλητικό μηχάνημα σε εκείνη την περιοχή, επειδή ο τόπος ήταν κατάλληλος για να πραγματωθεί η πολιορκία των τειχών και της Πόλεως, και επειδή ακόμη ο αμιράς είχε ακριβώς απέναντι τη σκηνή του. Το Θεόδωρο τον εκ Καρύστου, άντρα πολεμιστή και δραστήριο και πολύ ασκημένο τοξότη, και τον Ιωάννη το Γερμανό, άντρα που ήξερε θαυμάσια την πολεμική τέχνη, τους διόρισαν να φρουρούν την περιοχή του Καλιγαρίου. Στους Ιερώνυμο και Λεονάρδο από τη Λιγουρία δόθηκε εντολή να φρουρούν την περιοχή της Ξυλόπορτας, ενώ στον καρδινάλιο της Ρωσίας ορίστηκε να φρουρεί την περιοχή από το Κυνηγέσιο ως τον άγιο Δημήτριο. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς ορίστηκε φρουρός στην περιοχή Πετρίου και ως την πύλη της αγίας Θεοδοσίας. Στην περιοχή της πύλης, της λεγόμενης Ωραίας, ορίστηκαν φρουροί οι ναύτες, οι ναύκληροι και οι κυβερνήτες του καραβιού από την Κρήτη.
Στο Γαβριήλ Τριβιζάνο, καπετάνιο των ενετικών πλοίων, μαζί με πενήντα άντρες, δόθηκε προς φύλαξη η περιοχή του πύργου στη μέση του ρεύματος που προστάτευε την είσοδο του λιμένα και ήταν απέναντι από τη βασιλική πύλη. Το μέρος που του εμπιστεύτηκαν το φρουρούσε τέλεια, όχι σαν μισθοφόρος, αλλά σαν ποιμένας. Στον Αντώνιο, καπετάνιο των εμπορικών καραβιών, δόθηκαν προς φύλαξη τα δικά του καράβια και τα άλλα που ήταν, όπως είπαμε, μέσα από την αλυσίδα. Τα καράβια αυτά ήταν καλά εφοδιασμένα και παραταγμένα προς μάχη, τα δε πληρώματά τους με σάλπιγγες, τύμπανα και φωνές μεγάλες καλούσαν τα καράβια των Τούρκων προς μάχη, και δεν έλειπαν οι ακροβολισμοί ανάμεσά τους κάθε μέρα• αλλά δεν συμπλέκονταν σοβαρά.
Οι άλλοι ευγενείς και άριστοι άντρες της Πόλεως, μοιράστηκαν σε καθορισμένους τόπους για να φρουρούν, και έκαναν ό,τι τους ήταν δυνατό. Τους μοναχούς, ιερείς και κληρικούς και τους άλλους αντιπροσώπους του κλήρου, τους διέταξε να χωριστούν από δω κι από κει στο τείχος της Πόλεως και να παρακαλούν το Θεό, ενώ ταυτόχρονα θα χρησίμευαν και ως παρατηρητές, ημέρα και νύχτα, και θα εξιλέωναν το Θεό με δεήσεις υπέρ της σωτηρίας της Πόλεως.
Το Δημήτριο Καντακουζηνό, και το γαμπρό του Νικηφόρο Παλαιολόγο, μαζί με μερικούς άλλους, τους έταξαν στην περιοχή των αγίων Αποστόλων και σε άλλους τόπους να περιπολούν με εφτακόσιους άντρες, για να σπεύδουν σε όποια περιοχή ήταν ανάγκη να βοηθήσουν. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας μαζί με το Φραγκίσκο τον Τολέδο, τον και συγγενή του —λέγεται ότι κατάγεται από τη γενιά του ένδοξου αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού—, περιπολούσε μαζί μας όλη την ημέρα και τη νύχτα, περπατώντας γύρω γύρω μέσα από το τείχος της Πόλεως. Και ετοιμάζαμε τα αναγκαία του πολέμου.
Επειδή στα ανάκτορα δεν υπήρχαν ούτε καν τα χρήματα για το μισθό των στρατιωτών, ο αυτοκράτωρ διέταξε να πάρουν τα ιερά σκεύη των εκκλησιών, τα αφιερωμένα στη λατρεία του Θεού, και να τα ρευστοποιήσουν. Ας μη μας καταλογίσει κανείς ιεροσυλία: αυτό γίνηκε εξαιτίας των αναγκών της περίστασης, και το έπαθε και ο ίδιος ο Δαβίδ, ο οποίος πείνασε και έφαγε τους άρτους της πρόθεσης, που δεν επιτρεπόταν να φαγωθούν παρά μόνο από τους ιερείς.
Έλεγε τότε ο μακαρίτης ο αφέντης μου: «Αν ο Θεός λυτρώσει την Πόλη, θα τα ξαναφτιάξω προς χάρη του Θεού».
Έγινε καινούρια σύσκεψη να βάλουν φωτιά στα καράβια που είχαν μεταφερθεί στο λιμάνι με κάποιο τέχνασμα, γιατί τα πλοία αυτά προξενούσαν μεγάλη ενόχληση και κίνδυνο στην Πόλη. Βρήκαν, λοιπόν, έναν τρόπο και ανάγγειλαν την απόφαση στο βασιλέα. Ο Ενετός Ιάκωβος Κόκος, άνθρωπος πιο δραστήριος στα έργα παρά στα λόγια, όταν πήρε εντολή να βγάλει πέρα την υπόθεση, άρχισε τη δουλειά του επιτήδεια και ωραία ως εξής: Βρήκε τρία πλοιάρια ταχύπλοα και ευκίνητα, και έβαλε μέσα σαράντα θαρραλέους νέους, μεγαλόψυχους και ανδρείους, Έλληνες και Ιταλούς. Αφού τους έδωσε λεπτομερείς εντολές και αφού τους εξήγησε την τεχνική του υγρού πυρός, τους διέταξε να πάνε νύχτα προς τη μεριά του Γαλατά, και κοντά στην παραλία εκείνη, να πλησιάσουν με τα καράβια και να δράσουν σύμφωνα με το σχέδιο.
Και θα γινόταν, αν δεν έμπαινε εμπόδιο η κακή τύχη. Ήρθαν πολύ επιδέξια, ανέβηκαν στη γέφυρα, πέρασαν και άφησαν εκεί δύο νέους με μια συσκευή, οι οποίοι, όταν σι άλλοι θα πλησίαζαν τα καράβια, θα τους έκαναν σινιάλο, και τότε θα άναβαν με θειάφι το υγρό πυρ, στην κατάλληλη στιγμή. Έφτασαν κοντά στα πλοία, αλλά ο Θεός για τις αμαρτίες μας εμπόδισε την επιχείρηση• ή, από απροσεξία κάποιου από τους νέους εκείνους, ένας υπηρέτης γνωστοποίησε το μυστικό στους αντίπαλους. Αυτοί, έχοντας φρουρούς άγρυπνους και κατάσκοπους, μόλις τους είδαν με συσκευές και πέτρες, βύθισαν με άλλα πλοιάρια ένα από τα πρώτα και συνέλαβαν μερικούς ανθρώπους.
Έτσι οι δικοί μας δεν έκαναν τίποτε άλλο, εκτός από το να κάψουν ένα καράβι, αλλά πλήθος Τούρκοι όρμησαν στη γέφυρα και έσβησαν τη φωτιά. Τους ωραίους και θαυμαστούς εκείνους νέους ο ασεβής αμιράς πρόσταζε να θανατώσουν αλύπητα το πρωί, μπροστά στα ίδια μας τα μάτια. Έγινε μεγάλος θρήνος γι’ αυτούς στην Πόλη και ο βασιλεύς, καταλυπημένος, διέταξε κι αυτός να θανατώσουν επάνω στον πύργο τους Τούρκους αιχμαλώτους. Ήταν οι εκτελεσθέντες Τούρκοι, διακόσιοι εξήντα τον αριθμό, και εξαιτίας αυτού έγιναν σκάνδαλα και ξέσπασε έρις ισχυρή μεταξύ Ενετών και Γενουατών. Έλεγαν οι Γενουάτες και ισχυρίζονταν, ότι είναι πιο έμπειροι από τους Ενετούς σε κάθε περίπτωση, και ο Ιάκωβος Κόκος, λόγω απειρίας, δεν ήξερε τι έκανε, ούτε εκείνος ούτε οι άλλοι Ενετοί σε ό,τι επιχειρούσαν.
Γι’ αυτό το λόγο χάθηκαν και σι σαράντα εκείνοι νέοι, που τόση λύπη κατέλαβε γι’ αυτούς τον κόσμο, και δεν έκαψαν ούτε τα καράβια ούτε τη γέφυρα στο λιμάνι. Ο βασιλεύς, μαθαίνοντας τα γεγονότα, έτρεξε και μίλησε στους Ενετούς και τους Γενουάτες και τους είπε, εκφράζοντας τη λύπη του: «Σας παρακαλώ, αδελφοί, να ειρηνεύσετε. Μας φτάνει ο εξωτερικός πόλεμος• μη σκοτώνεστε αναμεταξύ σας, για το όνομα του Θεού». Τους είπε κι άλλα πολλά, και τους ειρήνευσε.
Ο αμιράς, βλέποντας ότι σε τίποτε δε χρησίμευσε η επιχείρησή μας κατά των πλοίων, και μάλλον μας ζημίωσε, χάρηκε πολύ και είπε σοβαρά και αγέρωχα: «Όσα δεν μπόρεσαν να κάνουν αυτοί, θα τα κάνω εγώ».
Έστησε, λοιπόν, ψηλά στο λόφο του Αγίου Θεοδώρου, στο Γαλατά, μεγάλα βλητικά μηχανήματα για να βυθίσει τα καράβια μας που ήταν στην είσοδο του λιμένα, ή να τα αναγκάσει να φύγουν από εκεί. Αυτά τα έκανε όχι μόνο για την είσοδο του λιμένα, αλλά για να καταστρέψει τα καράβια των Γενουατών, και για να μας αποδείξει ότι είναι ικανός για τα πάντα, και ότι είναι έξυπνος και πολυμήχανος. Βλέποντας οι του Γαλατά ότι ήθελε να καταστρέψει τα καράβια, μαζεύτηκαν και του παρήγγειλαν: «Δεν είναι δίκαιο να καταστρέψεις τα εμπορικά καράβια μας, τα δικά μας και τα γενουατικά, γιατί έχουμε φιλικές σχέσεις μαζί σου». Και αυτός τους έδωσε την απάντηση: «Αυτά τα καράβια δεν είναι εμπορικά, αλλά πειρατικά• και δεν ήρθαν εδώ ως εμπορικά, αλλά για να βοηθήσουν τον εχθρό μας, το βασιλέα. Και εγώ σαν ανοιχτούς εχθρούς θα τους τιμωρήσω• και σεις πηγαίνετε στο καλό, ως φίλοι».
Έβαλε, λοιπόν, μπροστά τη δουλειά και έδωσε σινιάλο• και ο τεχνίτης του πρώτου βλητικού μηχανήματος χτύπησε τη ναυαρχίδα των πλοίων και τη βύθισε. Τα άλλα καράβια, βλέποντας τον κίνδυνο, θέλησαν να ξεφύγουν, και τράβηξαν γρήγορα και αγκυροβόλησαν προς την πλευρά του Γαλατά, για να προστατεύονται από τα ψηλά κτίρια. Αυτός, όμως, μη λογαριάζοντας τίποτε, κατέστρεψε πολλά σπίτια, για να μπορεί να χτυπάει ανεμπόδιστα τα πλοία. Και ήταν να θαυμάζει κανείς• γιατί, ενώ έριξε πάνω από εκατόν τριάντα βολές, δεν επέφερε καμιά επιπλέον βλάβη στα πλοία, ούτε σκότωσε άνθρωπο, εκτός από μια γυναίκα, που σκοτώθηκε από πέτρα που έπεσε από τα τείχη
Για κάμποσες μέρες ο αμιράς δεν ερχόταν σε αποφασιστική ρήξη, όπως συνήθιζε παλιότερα, αλλά έκανε μόνο μακρινούς ακροβολισμούς. Και δεν έπαυε να χτυπάει με τις μηχανές του το τείχος δυνατά, μέρα και νύχτα. Μερικοί, που δεν ήταν και τόσο έμπειροι από πόλεμο, βλέποντας ότι δε γίνονταν συμπλοκές, άφηναν τα πόστα τους και πήγαιναν στα σπίτια τους. Οι Τούρκοι, βρίσκοντας ευκαιρία, τα γεμάτα χώμα κοφίνια που σχημάτιζαν σε μερικές τοποθεσίες ανάχωμα, και που χρησίμευαν για την προστασία των ανθρώπων στις συμπλοκές, με σιδερένια νύχια, δηλαδή αγκίστρια, τα έσερναν κάτω. Οι δήμαρχοι τα επισκεύαζαν αμέσως.
Μαθαίνοντας ο αυτοκράτορας από το στρατηγό ότι γινόταν αυτό που περιγράψαμε, φοβέρισε αυτούς που φέρονταν τόσο επιπόλαια, αλλ’ αυτοί αποκρίθηκαν ότι επειδή δεν έχουν να φάνε και να πιουν τα παιδιά τους και οι γυναίκες τους, γι’ αυτό εγκατέλειπαν τις θέσεις τους. Ακούγοντάς το ο βασιλεύς καθόρισε ότι όσοι δεν μπορούσαν να πολεμήσουν λόγω γήρατος ή για άλλη αιτία, να μοιράζουν στα σπίτια και τους πύργους τα ψωμιά και τα άλλα τρόφιμα, σύμφωνα με την αναλογία του καθενός.
Ο πόλεμος δυνάμωνε μέρα με την μέρα, επειδή οι αντίπαλοι έφερναν συνεχώς νέο στρατό από την Ασία Ο δικός μας εφοδιασμός λιγόστευε και κοβόταν σαν το φεγγάρι στη χάση του, επειδή και καθημερινά είχαμε θανάτους. Μερικοί δικοί μας, απείθαρχοι και μισάνθρωποι, βλέποντας να λιγοστεύει η δύναμή μας, βρήκαν τον καιρό και την πονηρή όρεξη και έκαναν κάθε μέρα καβγάδες και φασαρίες, και βρίζανε και κορόιδευαν στους δρόμους και τις πλατείες της Πόλεως το δυστυχή βασιλέα• και έχυναν αληθινό οχετό εναντίον του και εναντίον των άλλων αρχόντων από το βρομόστομά τους, χωρίς να φοβούνται ούτε το Θεό ούτε το βασιλέα, ή να ντρέπονται τους ανθρώπους.
Ο άκακος βασιλεύς, μιμούμενος τα λόγια του Δαβίδ, έλεγε: «Εγώ δεν ακούω, σαν να είμαι κουφός, και έχω γίνει άλαλος• και έγινα άνθρωπος που δεν ακούει και δεν έχει απάντηση στο στόμα του, γιατί οι εχθροί μου ζουν και είναι δυνατότεροί μου, γιατί έχουν πληθύνει όσοι με μισούν άδικα».
Μερικοί τον πλησίαζαν και του έλεγαν ότι ο δείνα και ο δείνα είπαν αυτό και εκείνο, κι άλλους τους άκουγε μόνος του στο δρόμο. Και πραγματώθηκε για μας το ρητό που λέει: «Όλοι οι άνθρωποι είναι φίλοι στους ευτυχείς, ενώ στους δυστυχείς ούτε ο ίδιος ο γονιός τους».
Στις 24 Μαΐου ψιθυρίστηκε ότι ο αμιράς πήρε την απόφαση να μας πολεμήσει σφοδρά στις 29 του ίδιου μήνα, από ξηρά και θάλασσα, δημιουργώντας συμπλοκές και συρράξεις. Όλοι οι στρατηγοί και οι δήμαρχοι, και Ιδιαίτερα ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, δεν έπαυαν να μεταχειρίζονται κάθε τέχνασμα για την απόκρουση του αντιπάλου, και όλη τη νύχτα με κάθε τρόπο διόρθωναν τα τείχη που είχαν γκρεμιστεί από τα βλητικά μηχανήματα. Ο Ιουστινιάνης τότε έστειλε προς το μέγα δούκα Νοταρά και του ζητούσε να του απο
του Γεωργίου Φραντζή ή Σφραντζή.
ΒΙΒΛΙΟ Γ'
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ, ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΕΤΕΡΩΝ ΤΙΝΩΝ
Τα γεγονότα στην Πελοπόννησο
Ο Φλαντανελάς
Φήμες για βοήθεια από τη Δύση
Ο λόγος του Μωάμεθ
Ο λόγος του Κωνσταντίνου
Οι ετοιμασίες των Τούρκων και η τελευταία επίθεση
Ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη
Η άλωση
Η είσοδος του Μωάμεθ Β'
Βλέποντας και ακούγοντας ο αμιράς Μωάμεθ τους περιφανείς πολέμους και νίκες του πατέρα του, καθώς και των άλλων τρισκατάρατων προγόνων, σκεφτόταν τι να κάνει κι αυτός που να μείνει αξιομνημόνευτο. Αυτά έχοντας στο νου του, συνέλαβε κακό σχέδιο εναντίον μας, να αρχίσει πόλεμο δηλαδή κατά της Πόλης. Έλεγε με το νου του: «Αν νικήσω την Πόλη, έκανα περισσότερα απ’ όλους όσοι προηγήθηκαν• γιατί αυτοί επιχείρησαν πολλές φορές να επιτεθούν εναντίον της, αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτε». Γι’ αυτή την κρυφή πρόθεσή του τού φάνηκε σκόπιμο να κτίσει κοντά στους Ασωμάτους ένα οχυρό, για να ‘χει καταφύγιο όταν θα άρχιζε τις επιχειρήσεις του, έτσι ώστε κανένα πλοίο, μικρό ή μεγάλο, να μην μπορεί να κατέβει από τον Εύξεινο προς την Πόλη, και για να έχει ευκολότερο το πέρασμα από την Ασία στην Ευρώπη. Θέλοντας και καθώς βιαζόταν να βάλει σε πράξη τα σχέδιά του, στις 29 Μαρτίου έτους 6960 (1452) ήρθε και εγκαταστάθηκε στο στενό για να κτίσει το φρούριο.
Ο αυτοκράτωρ, βλέποντας τις πανουργίες του, θέλησε να δώσει αυτός πρώτος τη μάχη για να τον εμποδίσει, αλλά μερικοί από τη σύγκλητο, ιερωμένοι και λαϊκοί εμπόδισαν τη γνώμη και την απόφαση του αυτοκράτορα λέγοντας: «Μην αναλαμβάνεις, η Βασιλεία σου, την πρωτοβουλία του πολέμου, ώσπου να δούμε τι θέλει να κάνει αυτός. Αν κτίσει το φρούριο, το καταλαμβάνουμε με ευκολία, επειδή εμείς είμαστε πιο κοντά». Όταν το είδαν τελειωμένο, τότε κατάλαβαν πραγματικά ότι οι φρούδες ελπίδες τρέφουν τους ανόητους. [...]
Τα γεγονότα στην Πελοπόννησο
Τον Ιούνιο του ίδιου έτους άρχισε ο πόλεμος. Ο Μωάμεθ επιτέθηκε εναντίον μας και αιχμαλώτισε όλους όσοι κατοικούσαν έξω από τα τείχη της Πόλης. Στο μεταξύ, τελείωσε και η οικοδόμηση του φρουρίου, και ύψωσε σ’ αυτό τρεις ισχυρούς πύργους: δυο χερσαίους και έναν κοντά στη θάλασσα, που ήταν λίγο μεγαλύτερος από τους άλλους δύο. Το πάχος των τειχών ήταν είκοσι πέντε πόδια και το εσωτερικό τους ήταν ευρύχωρο, κάπου τριάντα δύο πόδια. Κατόπιν σκέπασε τους πύργους με μολύβι και οχύρωσε όλο το φρούριο καλά, εγκαθιστώντας σ’ αυτό φρουρά.
Στις 28 Αυγούστου κίνησε από εκεί και έφτασε ως τις σούδες της Πόλης. Την 1η Σεπτεμβρίου του έτους 6961 (1453) πέρασε στην Αδριανούπολη για να δει, καθώς φαίνεται, τις δύο αυτές ημέρες τα τείχη της πόλεως και τις τάφρους και ό,τι άλλο ήθελε να δει. Και το ίδιο φθινόπωρο, την 1η Οκτωβρίου, έστειλε τον Τουραχάν και τους δυο γιους του, τον Αχμέτ και Ομέρ, με πολύ στρατό στην Πελοπόννησο, προκειμένου να πολεμήσουν εναντίον των δεσποτών αδερφών του αυτοκράτορα, και να τους εμποδίσουν με μάχη, ώστε να μην μπορούν ν’ αφήσουν τον τόπο και να έρθουν σε βοήθεια της Πόλης.
Έτσι ο αμιράς διέταξε να τους εμποδίσουν όλο το χειμώνα, και να μη βρουν αυτοί ευκαιρία να έρθουν να βοηθήσουν την Πόλη και τον αυτοκράτορα αδερφό τους. Ο Τουραχάν έφτασε στην Πελοπόννησο και κατέλαβε τα τείχη του Ισθμού. Και από τα δύο μέρη σκοτώθηκαν πολλοί, χριστιανοί και άπιστοι• περισσότεροι χριστιανοί, οι οποίοι και τράπηκαν σε φυγή. Αυτός εγκατέλειψε την Κόρινθο και διέσχισε την Πελοπόννησο αιχμαλωτίζοντας, λαφυραγωγώντας και εξανδραποδίζοντας όσους έβρισκε• έτσι έφτασε ως την περιοχή της Αρκαδίας και το Μεσσηνιακό κόλπο, λεηλατώντας μέχρι και τα μέρη της Μαντινείας.
Βλέποντας τον τόπο στενό και περιορισμένο, σε σημείο να μην μπορεί ο στρατός να πορεύεται όλος μαζί, έδωσε στο γιο του Αχμέτ ένα Τμήμα εξασκημένου στρατού και τον διέταξε να πορευτεί προς Λεοντάρι, ενώ αυτός προήλαυνε από άλλη κατεύθυνση. Μόλις το ‘μαθαν αυτό σι δεσπότες και αδερφοί έστειλαν λαθραία το Ματθαίο Ασάνη με στρατό.
Αυτός, φτάνοντας στον τόπο όπου επρόκειτο να περάσουν, επιτέθηκε εναντίον τους αιφνιδιαστικά, και σκότωσε πολλούς και αιχμαλώτισε επίσης, μεταξύ δε των αιχμαλώτων ήταν και ο Αχμέτ, ο γιος τού Τουραχάν, τον οποίο απέστειλε στη Σπάρτη προς το δεσπότη Δημήτριο. Και στις 17 Ιανουαρίου του ίδιου χρόνου γεννήθηκε, από τη γενιά των Παλαιολόγων, ο διάδοχος της βασιλείας των Ρωμαίων, κληρονόμος ενός μικρού πλέον τμήματος, ο Ανδρέας Παλαιολόγος, γιος του δεσπότη Θωμά του πορφυρογέννητου.
Έτσι, λοιπόν, είχαν τα πράγματα στην Πελοπόννησο. Μόλις δε ήρθε η άνοιξη, ο αμιράς συγκέντρωσε όλο το στόλο που είχε ναυπηγήσει, τα πολιορκητικά μηχανήματα, μικρά και μεγάλα, καθώς και άλλα όργανα πολέμου και, αφού τα έστειλε ως εμπροσθοφυλακή τον Χαρατή-πασά με στρατό, ήρθε και απέκλεισε την Πόλη. Πριν φτάσει ο αμιράς, ο Χαρατή-πασάς πολιόρκησε και κατέλαβε τους έξω από την Πόλη πύργους που βρίσκονταν στους αγρούς και τα χωριά, όπου είχαν συναχθεί μερικοί άνθρωποι, λόγω του αιφνιδιασμού της επίθεσης. Απ’ αυτούς τους ανθρώπους ένα μέρος υποδούλωσε, ενώ ένα άλλο μέρος πέθανε από τις αρρώστιες και τις κακουχίες, και αρκετοί χριστιανοί αιχμαλωτίστηκαν.
Στο μεταξύ, κατέφθαναν άφθονα τα πολεμικά εφόδια και οι μηχανές. Έφεραν πολλά βλητικά μηχανήματα, και μερικά απ’ αυτά ήταν τόσο μεγάλα, ώστε δεν μπορούσαν ούτε σαράντα ζεύγη βόδια να σύρουν το καθένα, ή και πενήντα, και περισσότεροι από δυο χιλιάδες άνθρωποι. Στις 2 Απριλίου έφτασε και ο αμιράς με πλήθος αναρίθμητο στρατό, ιππικό και πεζικό. Φτάνοντας έστησε τη σκηνή του απέναντι στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ ο στρατός, σαν άμμος της θάλασσας παρατάχτηκε απέναντι στο Εξαμίλιο τείχος της ξηράς, που έπιανε από την μια ως την άλλη θάλασσα.
Ο στρατός της Ανατολής έστησε τις σκηνές του δεξιά του αμιρά, ως την ακτή της θαλάσσιας Χρυσής πύλης, ο δε στρατός της Ευρώπης στα αριστερά και μέχρι την Ξυλόπορτα, στην ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο αμιράς ήταν προφυλαγμένος μαζί με τους άλλους ευγενείς του παλατιού του με σκαμμένα χαρακώματα και με ξύλινους φράκτες, και έξω από το χαράκωμα περιπολούσαν οι γενίτσαροι. Ο πασάς, που ήταν και συγγενής του αμιρά, έφτασε με το στρατό που του είχε εμπιστευτεί και κατασκήνωσε πάνω από το Γαλατά. Την ίδια μέρα κατέφτασε και μέρος του στόλου και πλησίασε στις ακτές της θάλασσας της Πόλης. Ήταν κάπου τριάντα τριήρεις και δρόμωνες, και μικρά πλοιάρια κάπου εκατόν τριάντα.
Και έτσι παρακολουθούσε την Πόλη, πολιορκώντας την με κάθε τρόπο και μηχανές, περικυκλωμένη από ξηρά και θάλασσα σ’ όλη την περίμετρο των δεκαοχτώ μιλίων της. Ο αυτοκράτορας διέταξε να τοποθετήσουν τη σιδερένια βαρύτατη αλυσίδα στο στόμιο του λιμένα, για να εμποδιστεί η επίθεση του εχθρικού στόλου. Μέσα από την αλυσίδα παρέταξαν όσα καράβια έτυχαν εκεί, για να εμποδίσουν πιο αποτελεσματικά την είσοδο, και να αντεπιτίθενται κατά των εχθρών. Ήταν τα εξής καράβια: τρία της Λιγουρίας (γενουατικά), ένα της Ιβηρίας (ισπανικό), δηλαδή καστιλιάνικο, (...) γαλλικά από την Προβηγκία, τρία κρητικά —ένα από τον Χάνδακα και δύο από τις Κυδωνίες— όλα παραταγμένα καλά σε πολεμικό σχηματισμό. Έτυχαν επίσης και τρία μεγάλα βενετσιάνικα εμπορικά καράβια, που οι Ιταλοί τα ονομάζουν «γκρόσσες γαλέρες» ή καλύτερα «γαλεάτσες», και άλλα τρία ταχύπλοα, που είχαν προορισμό να υπηρετούν και να φρουρούν τα εμπορικά. Ο βασιλεύς διέταξε να μείνουν και αυτά να βοηθήσουν την Πόλη. Έτσι οργανώθηκε η άμυνα του λιμένα.
Από την ξηρά ο εχθρός έστησε το μεγάλο εκείνο τηλεβόλο, που είχε άνοιγμα στομίου δώδεκα πιθαμές, καθώς και άλλα πολλά βλητικά μηχανήματα, αξιοθέατα. Έφτιαξαν και ένα ύψωμα με χώμα, τεράστιο, και αφού το επίστρωσαν με ξύλα, χτυπούσαν από εκεί επάνω τα τείχη με σφοδρότητα, σε δεκατέσσερα σημεία. Από τα πετροβόλα μηχανήματα πολλά αξιόλογα σπίτια κοντά στα τείχη γκρεμίστηκαν, και ιδιαίτερα τα ανάκτορα. Από τα τηλεβόλα η Πόλη γέμισε θορύβους, με τους κρότους και τα χτυπήματα των τειχών και των πύργων, και δεν έλειπαν κι από τις δυο μεριές θάνατοι από τα τηλεβόλα και τα μικρά βλητικά όπλα, τις μπαλαίστρες τα τόξα και τα άλλα.
Ο πόλεμος διαρκούσε νυχθημερόν, καθώς και οι συμπλοκές, οι συρράξεις και οι ακροβολισμοί. Ο αμιράς έλπιζε πως με το να είμαστε λίγοι θα κουραζόμαστε και θα έπαιρνε εύκολα την Πόλη. Δεν μας άφησε, λοιπόν, να πάρουμε ανάσα. Το μεγάλο και ισχυρό εκείνο τηλεβόλο, με το να βάλει συνεχώς, επειδή το μέταλλό του δεν ήταν και τόσο γερό, έσκασε καθώς έβαλε ο πυροβολητής, και έγινε πολλά κομμάτια, τα οποία σκότωσαν και πλήγωσαν πολλούς. Όταν το άκουσε ο αμιράς λυπήθηκε πολύ και διέταξε να φτιάξουν στη θέση του άλλο, ισχυρότερο. Ως εκείνη την ημέρα δεν είχε κατορθώσει εναντίον μας τίποτε το αξιόλογο.
Στις 15 του μηνός έφτασε και ο υπόλοιπος τουρκικός στόλος από τον Εύξεινο Πόντο και τη Νικομήδεια της Ασίας, τριακόσια είκοσι καράβια τον αριθμό, από τα οποία δεκαοχτώ τριήρεις, σαράντα οχτώ μικρότερα και τα υπόλοιπα, περίπου τριακόσια είκοσι, πλοία μεγάλα• και άλλα, φορτωμένα με στρατό και τοξότες πάρα πολλούς τον αριθμό. Υπήρχαν ανάμεσα στα καράβια και είκοσι πέντε φορτηγά, που ήταν φορτωμένα ξύλα, πέτρες, ασβέστη και άλλες ύλες, κατάλληλες για πολιορκία πόλεως. Ωστόσο, δεν ήταν εύκολο να μπουν στο λιμάνι για την αιτία που σημειώσαμε. Ήρθαν λοιπόν στην ανατολική ακτή, λίγο πιο κάτω από το Διπλοκιόνιο ως την εκκλησία του αγίου Κωνσταντίνου, και αγκυροβόλησαν εκεί κοντά.
Στις 10 του ίδιου μήνα, ο αμιράς είχε αριθμήσει τα πλοία και το στρατό, ιππικό και πεζικό• βρήκε πλοία όλων των ειδών, τριήρεις, διπλά, μονά, δρόμωνες, τετρακόσια είκοσι, ενώ ο στρατός ο οποίος θα μαχόταν στην ξηρά ήταν διακόσιες πενήντα οκτώ χιλιάδες. Οι αντίπαλοι που βρίσκονταν μέσα στην Πόλη, την πελώρια άλλωστε, ήταν τέσσερις χιλιάδες εννιακόσιοι εβδομήντα τρεις, χωρίς α ξένους, που ήταν άλλες δυο χιλιάδες. Ήξερα εγώ πως έτσι έχουν τα πράγματα από την εξής αιτία: ο αυτοκράτορας έδωσε διαταγή και οι δήμαρχοι και οι στρατηγοί κατέγραψαν, ο καθένας στη δημαρχία του, ακριβώς όσους μπορούσαν να σταθούν στο κάστρο, κοσμικούς και μοναχούς, και τι όπλα είχε ο καθένας για την άμυνα. Και έτσι κάθε δήμαρχος του έδωσε τον κατάλογο της δημαρχίας του. Αυτός τότε με διέταξε: «Να ποια είναι η υπηρεσία σου• είναι πράγματα μυστικά και απόρρητα: Πάρε τα κατάστιχα του καταλόγου, κάθισε στο σπίτι σου και λογάριαζε ακριβώς πόσοι είναι και πόσα όπλα, ασπίδες, τόξα και βλητικά μηχανήματα».
Εγώ εκτέλεσα το πρόσταγμά του και έφερα το κατάστιχο με λύπη μου και πολλή θλίψη στο βασιλέα και αφέντη μου. Και ο αριθμός έμεινε απόκρυφος και μόνο εγώ και αυτός τον γνωρίζαμε. Ωστόσο, ήταν και μερικοί από τους άρχοντες, αλλά και το λαό, άχρηστοι και δειλοί στην καρδιά, οι οποίοι για το φόβο του πολέμου και των άλλων δυσκολιών έφυγαν ομαδικά, από καιρό, από την Πόλη. Όταν αυτό έφτασε στ’ αυτιά του αυτοκράτορα στέναξε από τα φυλλοκάρδια του και δεν έκανε τίποτε άλλο.
Στα δύο καράβια ήταν κάποιος Γενουάτης, που ήταν πλοίαρχος και ιδιοκτήτης τους, άνθρωπος πολύ επιδέξιος, ανδρείος και άξιος, που ονομαζόταν Ιωάννης Ιουστινιάνης, από καλή γενιά. Ο αυτοκράτωρ, βλέποντάς τον επιδέξιο σε όλα, τον διόρισε δήμαρχο και διοικητή τριακοσίων ανδρών, και του έδωσε εξουσία να διοικεί και να φροντίζει, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία εξουσία του πολέμου, εμπιστευόμενος πολύ σ’ αυτόν. Κι’ αυτός πράγματι έκανε έργα αξιομνημόνευτα.
Όταν ο αμιράς έφτιαξε και πάλι μέσα σε λίγο χρόνο το σπασμένο τηλεβόλο, μέρα και νύχτα χτυπούσαν πλέον τα τείχη, και δημιουργούσαν τρομερό θόρυβο με κάθε πολεμική μηχανή, με ακροβολισμούς, με συρράξεις και τρομερές συμπλοκές, και το κακό ήταν πολλών ειδών.
Οι δικοί μας, από την άλλη, μάθαιναν κάθε μέρα τις πολεμικές μηχανές και, βλέποντας τις μηχανές των αντιπάλων, άφησαν κάθε δειλία και φόβο και έβρισκαν καινούριους τρόπους και τέχνες, και έβλαπταν αρκετά τον εχθρό. Μερικά από τα τεχνάσματα δεν ήταν μεγάλης διάρκειας, επειδή δεν είχαμε καθόλου άνεση, καθώς και τα αναγκαία, λόγω της μάχης και του αποκλεισμού. Σε μερικά σημεία αφού χάλασαν τα τείχη με βλητικά μηχανήματα και πυροβόλα θέλησαν κατόπιν να γεμίσουν τις τάφρους, για να εισβάλουν εύκολα και να εισχωρήσουν από τα χαλάσματα των τειχών. Άρχισαν τους ακροβολισμούς και τις συμπλοκές, ύστερα έριχναν χώματα στις τάφρους και κλαδιά δέντρων και άλλες ύλες, και κάποιοι, στη βιασύνη τους, και τις σκηνές τους.
Και ήταν πραγματικά θεαματικό να βλέπεις ότι πολλοί, από το πλήθος και τη στενότητα του χώρου, έπεφταν• και αυτοί που ακολουθούσαν πίσω έριχναν αλύπητα ξύλα και χώματα και τους σκέπαζαν οικτρά, και τους έστελναν ζωντανούς στον Άδη. Άλλοι, οι πιο δυνατοί, από την ορμή και τη βιασύνη τους έριχναν επίτηδες αντί για κλαδιά τους πιο αδύνατους, χωρίς να τους λυπούνται. Αλλά κι αυτά κάνοντας, δεν μπορούσαν να ξεφύγουν σώοι και αβλαβείς από τα βλητικά μηχανήματα και τους τοξότες, καθώς και από τις βαριές πέτρες που εκσφενδονίζονταν από τα τείχη• έτσι και σι αντίπαλοι έπεφταν καίρια χτυπημένοι, αλλά και κάποιοι δικοί μας δεν τη γλίτωσαν. Τραβούσαν οι Τούρκοι τα βλητικά τους μηχανήματα ως τα χείλη των τάφρων και ο πόλεμος, η μάχη και η συμπλοκή έπαιρναν φρικαλέα έκταση.
Σ’ αυτά δεν ήταν κατώτερα τα δικά μας. Και ήταν αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι, χωρίς πολεμική πείρα, ωστόσο νικούσαμε, επειδή πολεμούσαμε γενναία και μεγαλόψυχα και κάναμε άθλους ανώτερους από τις δυνάμεις μας. Και ενώ αυτοί γέμιζαν όλη μέρα τις τάφρους, εμείς όλη τη νύχτα τις αδειάζαμε από τα ξύλα και τα άλλα υλικά, και τα ορύγματα έμεναν όπως ήταν και πριν. Τους γκρεμισμένους πύργους τους στηρίζαμε με χώμα και βότσαλα, με βαρέλια και με άλλα ξύλα, και τους επιδιορθώναμε και πάλι.
Ο αμιράς βλέποντάς τα ντρεπόταν, γιατί η απόφασή του έμενε απραγματοποίητη• θέλοντας να πραγματώσει ένα άλλο πολεμικό τέχνασμα, διέταξε να ‘ρθουν μερικοί άντρες που να μπορούν να σχεδιάσουν σωστά και να φτιάξουν λαγούμια κάτω από τη γη, και μέσω αυτών ο στρατός να μπει εύκολα μέσα στην Πόλη. Άρχισαν λοιπόν, κατά διαταγή του, να σκάβουν. Ένας δικός μας, Ιωάννης Γερμανός, πολύ ασκημένος στα πολεμικά τεχνάσματα και στο υγρό πυρ, κατάλαβε το τέχνασμα και έσκαψε ένα αντίθετο λαγούμι, το οποίο γέμισε καταλλήλως με υγρό πυρ. Καθώς οι Τούρκοι έρχονταν χαρούμενοι από το λαγούμι τους, ο Γερμανός άναψε το πυρ που υπήρχε στο αντίθετο, το δικό του λαγούμι, και έκαψε πολλούς απ’ αυτούς, ενώ αχρήστεψε και τα τεχνάσματά τους.
Ένα λαγούμι όμως των αντιπάλων, ο πολύς Γερμανός, από λάθος, δεν το ανακάλυψε. Οι Τούρκοι άναψαν κι αυτοί το υγρό πυρ που είχαν προετοιμάσει, αλλά δεν έκαναν τίποτε. Μόνο ένα μέρος ενός παλιού πύργου έπεσε από την ανάφλεξη του πυρός, που εμείς αμέσως επισκευάσαμε. Ήταν μερικοί γέροι που έλεγαν ότι οι αντίπαλοι το έκαναν αυτό και σε άλλους πολέμους, αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτε‚ γιατί το μεγαλύτερο μέρος της Πόλης κάτω από τα τείχη ήταν πετρώδες.
Ο αμιράς, γελασμένος και διαψευσμένος στις ελπίδες του τούτες, δοκίμασε νέα τεχνάσματα και νέα εφευρήματα για την πολιορκία. Κατασκεύασε ένα μεγάλο πολιορκητικό μηχάνημα, με πολλούς τροχούς και χοντρά ξύλα, με πολύ πλάτος και ύψος. Μέσα κι έξω το έντυσε με τομάρια βουβάλων και βοδιών και επάνω είχε πύργους και χωρίσματα, εξέδρες και κρύπτες, ώστε να μην μπορούμε να βλάψουμε όσους ήταν μέσα. Το έξω μέρος ήταν ανοικτό, ώστε να μπαινοβγαίνουν όσοι ήθελαν. Από την μεριά που σκόπευαν να πλησιάσουν το όρυγμα, είχε τρεις μεγάλες πύλες με σκέπασμα, καλά προφυλαγμένες, όπως είπαμε.
Είχαν μέσα, και γύρω, κάθε όργανο της πολεμικής τέχνης και πολλά υλικά και ξύλα για να τα ρίξουν στην τάφρο την κατάλληλη στιγμή, και να περάσουν εύκολα. Είχε και σκάλες με σκοινένια σκαλοπάτια, που μαζεύονταν με σκοινιά, και σηκώνονταν επίσης ψηλά. Παρ’ όλα αυτά και με άλλα μηχανήματα, όσα συνέλαβε ποτέ νους ανθρώπου, που δεν τα φανταζόταν ο βασιλεύς, δε στάθηκε δυνατό να καταληφθεί το φρούριο. Σε άλλα μέρη έφτιαξαν αμάξια με πολλούς τροχούς, και επάνω σαν πύργους• και αυτά ντυμένα όπως περιγράψαμε. Είχαν, επίσης, μέσα πολλά μηχανήματα κατάλληλα για την εκτόξευση υγρού πυρός. Σε μια ώρα τα ετοίμασαν όλα, για να τα χρησιμοποιήσουν ταυτόχρονα. Και πρώτα με τη φοβερή εκείνη πολιορκητική μηχανή, έριξαν μια δυνατή βολή και γκρέμισαν τον πύργο κοντά στην πύλη του αγίου Ρωμανού• αμέσως έσυραν τη μηχανή εκείνη και την έστησαν πάνω από το όρυγμα, και η μάχη και η συμπλοκή έγινε φοβερή και τρομερή.
Ήταν πριν από την ανατολή του ήλιου, και κράτησε όλη την ημέρα. Και πότε η σύρραξη και η συμπλοκή δυνάμωναν πολύ, και πότε τα ξύλα, τα υλικά και τα χώματα που ήταν μέσα στη μηχανή τα έριχναν στην τάφρο. Και από το χάλασμα του πύργου έριχναν κομμάτια πέτρες και άνοιξαν δρόμο απευθείας. Όσοι δικοί μας έτυχαν εκεί τους εμπόδιζαν γενναία, και πολλές φορές τους γκρέμισαν από τις σκάλες, ενώ μερικές ξύλινες σκάλες τις κατέκοψαν• και οι αντίπαλοι αποκρούστηκαν δυνατά πολλές φορές εκείνη την ημέρα, ως την πρώτη ώρα της νύχτας.
Οι ασεβείς, από την πολλή προσπάθεια και τα πλήγματα, αγανάκτησαν, και η συμπλοκή και ο πόλεμος σταμάτησε, ελπίζοντας ότι το πρωί θα βρουν ευκολότερο τρόπο με λιγότερο κόπο. Αλλά διαψεύσθηκαν οι ελπίδες τους, γιατί ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, σαν διαμάντι, αφού έδωσε όλη τη νύχτα θάρρος στους στρατιώτες του και τους συμβούλεψε μπροστά στον αυτοκράτορα και πολλούς άλλους που είχαν έρθει σε εκείνο το μέρος προς βοήθεια, αυτοί κόπιασαν όλη τη νύχτα και άδειασαν τις τάφρους, ανόρθωσαν με χίλια τεχνάσματα τον πεσμένο πύργο και στο μέγα πολιορκητικό μηχάνημα των αντιπάλων, όπως ήταν στημένο, του έβαλαν φωτιά από κάτω.
Όταν το ορνίθι λαλούσε για τρίτη φορά, έφτασαν χαρούμενοι, ελπίζοντας να βρουν, όπως είπαμε, εύκολα τον τρόπο να εισχωρήσουν. Όταν είδαν να διαψεύδονται σι ελπίδες τους, έμειναν εμβρόντητοι. Ο αμιράς, λυπημένος και ντροπιασμένος, θαύμασε την επιδεξιότητα των δικών μας και έλεγε κατάπληκτος: «Αν και οι τριάντα εφτά χιλιάδες προφήτες μου έλεγαν ότι αυτοί οι ασεβείς» και εννοούσε εμάς «θα έκαναν σε μια βραδιά όσα έκαναν, δεν θα το πίστευα».
Κατόπιν, βλέποντάς μας να μην έχουμε ούτε φόβο ούτε δειλία στους ακροβολισμούς και τις συρράξεις που γίνονταν κάθε μέρα, αν και τα αναρίθμητα βλήματα, βέλη και πέτρες έπεφταν επάνω μας σαν βροχή από τον ουρανό, δε λογάριαζαν κανέναν κίνδυνο• είχε πέσει σε σύγχυση και μεγάλη ταραχή του λογικού του, τόσο αυτός όσο και όλοι του οι σύμβουλοι. Έτσι, λοιπόν, είχαν τα πράγματα.
Ο Φλαντανελάς
Και ενώ γίνονταν αυτά και η Πόλη πολιορκούνταν, τρία γενοβέζικα καράβια, παίρνοντας φορτίο από τη Χίο και βρίσκοντας κατάλληλο άνεμο, έπλευσαν προς εμάς. Καθώς πορεύονταν βρήκαν άλλο ένα βασιλικό της Σικελίας με φορτίο σίτου, που ερχόταν κι αυτό. Σε μια νύχτα έφτασαν κοντά στην Πόλη, και το πρωί τα είδαν τα περιπολικά καράβια του αμιρά• και από τον υπόλοιπο στόλο ένα μεγάλο μέρος όρμησε εναντίον τους με χαρμόσυνες κραυγές, τύμπανα και ήχους σαλπίγγων, με την ελπίδα πως θα τα αιχμαλωτίσουν εύκολα.
Όταν πλησίασαν και άρχισαν τη μάχη και ακροβολίστηκαν, πρώτα επιτέθηκαν με οίηση εναντίον του βασιλικού καραβιού. Το καράβι, με την πρώτη προσβολή με βλητικά μηχανήματα και τόξα και πέτρες, τους δέχτηκε άσχημα. Ήρθαν στις πλώρες κάτω από το καράβι, και με χύτρες φτιαγμένες κατάλληλα με υγρό πυρ και πέτρες τους κρατούσαν και πάλι μακριά, γιατί τους αποδεκάτιζαν φοβερά. Εμείς, βλέποντάς τα αυτά πάνω από τα τείχη, παρακαλούσαμε το Θεό να λυπηθεί και αυτούς και εμάς.
Επίσης ο αμιράς, έφιππος στην ακτή, έβλεπε τα όσα γίνονταν. Για τρίτη φορά απομακρύνονταν και κατόπιν έκαναν επίθεση θέλοντας να συμπλακούν με οίηση και με αλαλαγμούς μεγάλους. Οι αξιωματικοί και οι κυβερνήτες στάθηκαν παλικαρίσια και ρωμαλέα και παρότρυναν τους ναύτες να προτιμήσουν το θάνατο από τη ζωή• και ιδιαίτερα ο κυβερνήτης του βασιλικού καραβιού, που ονομαζόταν Φλαντανελάς, ο οποίος έτρεχε από την πρύμνη στην πλώρη, και πολεμούσε σαν λιοντάρι, παροτρύνοντας τους άλλους με φωνές, έτσι που δεν μπορώ να περιγράψω τις κραυγές του και τους κρότους των άλλων, που έφταναν ως τον ουρανό. Η μάχη άρχισε και πάλι μεγαλύτερη, και πολλοί από τα καράβια σκοτώθηκαν και πνίγηκαν• δυο καράβια κάηκαν και βλέποντάς τα, τα άλλα δείλιασαν.
Ο αμιράς, βλέποντας πως τόσος και τέτοιος στόλος, δεν έκανε τίποτε αξιόλογο, αλλά μάλλον ήταν κατώτερος των περιστάσεων, κατελήφθη από θυμό και μανία, βρυχιόταν και έτριζε τα δόντια του και περιέλουε με βρισιές τους δικούς του, αποκαλώντας τους δειλούς στην καρδιά, γυναικούλες και άχρηστους. Κέντρισε το άλογό του και μπήκε στη θάλασσα (τα καράβια ήταν κοντά στην ξηρά όσο η βολή μιας πέτρας), και τα ρούχα του βράχηκαν από τα αρμυρά νερά της θάλασσας. Ο στρατός από την ξηρά βλέποντάς τον να κάνει έτσι αγανακτούσε, λυπόταν και βλαστημούσε το στόλο. Και πολλοί έφιπποι ακολούθησαν τον αμιρά και έφτασαν ως τα καράβια.
Οι άνθρωποι του στόλου βλέποντας τον αμιρά να κάνει έτσι, ντράπηκαν για τις βρισιές και, θέλοντας μη θέλοντας και θυμωμένοι πολύ, έστρεψαν τις πλώρες εναντίον των αντίπαλων πλοίων και πολεμούσαν ισχυρά. Τι να πεις! όχι μόνο σε τίποτε δεν έβλαψαν τα καράβια, αλλά έπαθαν και τόσες συμφορές σε νεκρούς και τραυματίες, ώστε δεν μπορούσαν τα τουρκικά καράβια να γυρίσουν πίσω. Σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα, όπως έμαθα, περισσότεροι από δώδεκα χιλιάδες Αγαρηνοί, μόνο στη θάλασσα.
Όταν έπεσε η νύχτα, ο στόλος αποχώρησε αναγκαστικά και τα φιλικά καράβια βρήκαν ευκαιρία και μπήκαν στο λιμάνι χωρίς καμιά απώλεια, εκτός από λίγους πληγωμένους που μετά λίγες μέρες, δυο τρεις απ’ αυτούς πέθαναν. Ο αμιράς είχε τόσο θυμώσει και οργιστεί εναντίον του ναυάρχου του στόλου του, ώστε ήθελε να τον ανασκολοπίσει, λέγοντας πως εξαιτίας της ανανδρίας και της ολιγοψυχίας του τα καράβια το έσκασαν εκείνη τη νύχτα, και από την απροσεξία του και την ανικανότητά του τα άφησε να μπουν στο λιμάνι. Μερικοί άρχοντες της αυλής του και σύμβουλοί του τον παρακάλεσαν, και χάρισε τη ζωή στο ναύαρχο, αλλά του στέρησε το αξίωμα, και όλη την περιουσία του τη χάρισε στους γενίτσαρους.
Ο αμιράς έμεινε ωστόσο στενοχωρημένος, δάγκωνε τα χέρια του σαν σκυλί, κλοτσούσε με τα πόδια του και κοίταζε το χώμα. Γκρέμισε δυο και τρεις φορές τα τείχη, γέμισε τις τάφρους, και παρ’ όλα αυτά τα έβλεπε και πάλι να υψώνονται• και εκατόν πενήντα καράβια του, διάφορων ειδών, δεν μπόρεσαν να αιχμαλωτίσουν τα τέσσερα εκείνα των αντιπάλων• αντίθετα, εκείνα σκόρπισαν φοβερό θανατικό σ’ αυτούς. Αναστενάζοντας από τα φυλλοκάρδια του και βγάζοντας καπνό από το στόμα, που λέει ο λόγος, σκεπτόταν τι να κάνει για να στριμώξει περισσότερο την Πόλη και να ολοκληρώσει την πολιορκία από στεριά και θάλασσα. Σκέφτηκε τότε ένα τέχνασμα, για να μπάσει ένα μέρος του στόλου στο λιμάνι. Ο λόγος συνοδεύτηκε ευθύς από την πράξη, και από το πίσω μέρος του Γαλατά έστρωσε στο λόφο έναν ίσιο δρόμο μέχρι το λιμάνι, και τον κάλυψε ολόκληρο με σανίδια και ξύλα που τα άλειψε με λίπος βοδιών και κριαριών. Έφτιαξε επίσης και διάφορα άλλα όργανα και μηχανές, και έσυρε τα καράβια εύκολα πάνω από το λόφο, και τα κατέβασε μέσα στο λιμάνι.
Το έργο ήταν θαυμαστό και άριστο ναυτικό στρατήγημα. Νομίζω πως μιμήθηκε τον Καίσαρα Αύγουστο, όταν αυτός πολεμούσε εναντίον του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας, ο οποίος για την τρικυμία της θάλασσας από τους αντίθετους ανέμους δεν μπόρεσε να περιπλεύσει την Πελοπόννησο, και έσυρε τα καράβια δια του Ισθμού στην ανατολική θάλασσα της Ελλάδας και τράβηξε γρήγορα για την Ασία• ή, ακόμη, μιμήθηκε τον πατρίκιο Νικήτα, όταν κι αυτός από την ελλαδική θάλασσα πέρασε τα καράβια στη δυτική, και κατατρόπωσε τους Κρητικούς στη Μεθώνη και την Πύλο.
Λοιπόν, ο αμιράς, αφού πέρασε σε μια νύχτα τα καράβια, το πρωί βρέθηκαν αυτά μέσα στο λιμάνι. Κατόπιν κατασκευάζει μια γέφυρα με τον εξής τρόπο: αφού μάζεψε κάμποσες βάρκες, βαρέλια και μακριά δοκάρια, τα έδεσε όλα μαζί με σίδερα και σχοινιά, ώστε να μην μπορούν τα κύματα να διαλύσουν το έργο. Κατόπιν τοποθέτησε στερεά πάνω από τις βάρκες, τα βαρέλια και τα δοκάρια σανίδες και, αφού τις έδεσε και τις κάρφωσε με μεγάλα καρφιά, έφτιαξε μια ανθεκτική και πολύ καλή γέφυρα, πλατιά ως πενήντα οργιές, και ως εκατό στο μήκος, έτσι ώστε να έχει κανείς την εντύπωση ότι στο μέσον του λιμένα μπορούσε να περπατήσει όπως στην ξηρά.
Κατόπιν, αφού τοποθέτησε επάνω στη γέφυρα και ένα βλητικό μηχάνημα, άρχισε να χτυπά, μαζί με τα πλοία, εκείνη την περιοχή του τείχους. Τόσο ο αυτοκράτορας όσο και όλη η Πόλη, βλέποντάς τα όλ’ αυτά, έπεσαν σε μεγάλη σύγχυση σκέψεων. Ο αυτοκράτορας φοβόταν ότι είμαστε λίγοι. Έγινε σύσκεψη και αποφασίστηκε οι λίγοι που βρέθηκαν —στρατηγοί, δήμαρχοι και άλλοι εξέχοντες άντρες, Ιταλοί και Ρωμαίοι—, όταν θα έπαιρναν νεότερη διαταγή, να σπεύσουν σε εκείνες τις περιφέρειες του τείχους, στις οποίες είχε ταχθεί φρουρός ο καθένας τους, και να αντισταθούν στον εχθρό. Πριν απ’ όλους, εμπιστεύτηκε στον Ενετό βάιλο Ιερώνυμο Μηνότο να φρουρεί και να κανονίζει την άμυνα της περιοχής ανακτόρων και των γύρω, ενώ στον πρόξενο των Καταλανών Πέτρο Γουλιάνο δόθηκε προς φρούρηση η περιοχή στο λιμένα Βουκολέοντος ως το Κοντοσκάλιο, στο δε Ιάκωβο Κονταρίνη δόθηκε η περιοχή των τειχών του εξωτερικού λιμανιού ως την περιοχή των Υψωμαθίων (και δεν παράλειψε να εκτελέσει όσα αρμόζουν σε στρατιώτη, και μάλιστα ευγενή), ενώ στο Μανουήλ της Λιγουρίας δόθηκε προς φρούρηση η περιοχή στη λεγόμενη Χρυσή πύλη με διακόσιους τοξότες και μπαλαίστρες.
Υπήρχε εκεί ένα βλητικό μηχάνημα του αντιπάλου, ντυμένο με δέρματα βουβάλων και βοδιών, που χτυπούσε τα τείχη. Στα αδέρφια Παύλο, Αντώνιο και Τρωίλο εμπιστεύτηκε τη φρούρηση του Μυριάνδρου, σημείο όπου η Πόλη ήταν αδύνατη και επικίνδυνη. Νύχτα μέρα πεζοί και καβαλάρηδες Τούρκοι, μάχονταν εκεί γενναία και ανδρεία, και πολλές φορές, αφού πρώτα γκρέμισαν τα τείχη, μπήκαν μέσα, αλλά διώχτηκαν κακήν κακώς και σκοτώθηκαν όχι λίγοι απ’ αυτούς, ενώ ένα μέρος από τις σκάλες τους τις τραβούσαν μέσα και άλλες τις έσπαζαν.
Οι άθλοι των αντρών εκεί, αξίζουν να μνημονεύονται αιώνια. Στο Θεόφιλο Παλαιολόγο, άντρα γνώστη κάθε φιλολογικού συγγράμματος και κάτοχο της ελληνικής παιδείας, και τέλειο γνώστη των μαθηματικών, του εμπιστεύτηκε τη φύλαξη της πύλης της λεγόμενης Σηλυβρίας. Στον Ιωάννη Ισυστινιάνη, το στρατηγό του, και καλό και επιτήδειο σε καθετί, προς τον οποίο και ο βασιλεύς έτρεφε πολλές ελπίδες για τη γενναιότητα, την τόλμη και την ανδρεία του, δόθηκε προς φρούρηση με τετρακόσιους στρατιώτες, Ιταλούς και Ρωμαίους, η περιοχή της πύλης του αγίου Ρωμανού, όπου και σι Τούρκοι μάχονταν περισσότερο απ’ όσο στα άλλα μέρη.
Έστησαν το μεγάλο βλητικό μηχάνημα σε εκείνη την περιοχή, επειδή ο τόπος ήταν κατάλληλος για να πραγματωθεί η πολιορκία των τειχών και της Πόλεως, και επειδή ακόμη ο αμιράς είχε ακριβώς απέναντι τη σκηνή του. Το Θεόδωρο τον εκ Καρύστου, άντρα πολεμιστή και δραστήριο και πολύ ασκημένο τοξότη, και τον Ιωάννη το Γερμανό, άντρα που ήξερε θαυμάσια την πολεμική τέχνη, τους διόρισαν να φρουρούν την περιοχή του Καλιγαρίου. Στους Ιερώνυμο και Λεονάρδο από τη Λιγουρία δόθηκε εντολή να φρουρούν την περιοχή της Ξυλόπορτας, ενώ στον καρδινάλιο της Ρωσίας ορίστηκε να φρουρεί την περιοχή από το Κυνηγέσιο ως τον άγιο Δημήτριο. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς ορίστηκε φρουρός στην περιοχή Πετρίου και ως την πύλη της αγίας Θεοδοσίας. Στην περιοχή της πύλης, της λεγόμενης Ωραίας, ορίστηκαν φρουροί οι ναύτες, οι ναύκληροι και οι κυβερνήτες του καραβιού από την Κρήτη.
Στο Γαβριήλ Τριβιζάνο, καπετάνιο των ενετικών πλοίων, μαζί με πενήντα άντρες, δόθηκε προς φύλαξη η περιοχή του πύργου στη μέση του ρεύματος που προστάτευε την είσοδο του λιμένα και ήταν απέναντι από τη βασιλική πύλη. Το μέρος που του εμπιστεύτηκαν το φρουρούσε τέλεια, όχι σαν μισθοφόρος, αλλά σαν ποιμένας. Στον Αντώνιο, καπετάνιο των εμπορικών καραβιών, δόθηκαν προς φύλαξη τα δικά του καράβια και τα άλλα που ήταν, όπως είπαμε, μέσα από την αλυσίδα. Τα καράβια αυτά ήταν καλά εφοδιασμένα και παραταγμένα προς μάχη, τα δε πληρώματά τους με σάλπιγγες, τύμπανα και φωνές μεγάλες καλούσαν τα καράβια των Τούρκων προς μάχη, και δεν έλειπαν οι ακροβολισμοί ανάμεσά τους κάθε μέρα• αλλά δεν συμπλέκονταν σοβαρά.
Οι άλλοι ευγενείς και άριστοι άντρες της Πόλεως, μοιράστηκαν σε καθορισμένους τόπους για να φρουρούν, και έκαναν ό,τι τους ήταν δυνατό. Τους μοναχούς, ιερείς και κληρικούς και τους άλλους αντιπροσώπους του κλήρου, τους διέταξε να χωριστούν από δω κι από κει στο τείχος της Πόλεως και να παρακαλούν το Θεό, ενώ ταυτόχρονα θα χρησίμευαν και ως παρατηρητές, ημέρα και νύχτα, και θα εξιλέωναν το Θεό με δεήσεις υπέρ της σωτηρίας της Πόλεως.
Το Δημήτριο Καντακουζηνό, και το γαμπρό του Νικηφόρο Παλαιολόγο, μαζί με μερικούς άλλους, τους έταξαν στην περιοχή των αγίων Αποστόλων και σε άλλους τόπους να περιπολούν με εφτακόσιους άντρες, για να σπεύδουν σε όποια περιοχή ήταν ανάγκη να βοηθήσουν. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας μαζί με το Φραγκίσκο τον Τολέδο, τον και συγγενή του —λέγεται ότι κατάγεται από τη γενιά του ένδοξου αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού—, περιπολούσε μαζί μας όλη την ημέρα και τη νύχτα, περπατώντας γύρω γύρω μέσα από το τείχος της Πόλεως. Και ετοιμάζαμε τα αναγκαία του πολέμου.
Επειδή στα ανάκτορα δεν υπήρχαν ούτε καν τα χρήματα για το μισθό των στρατιωτών, ο αυτοκράτωρ διέταξε να πάρουν τα ιερά σκεύη των εκκλησιών, τα αφιερωμένα στη λατρεία του Θεού, και να τα ρευστοποιήσουν. Ας μη μας καταλογίσει κανείς ιεροσυλία: αυτό γίνηκε εξαιτίας των αναγκών της περίστασης, και το έπαθε και ο ίδιος ο Δαβίδ, ο οποίος πείνασε και έφαγε τους άρτους της πρόθεσης, που δεν επιτρεπόταν να φαγωθούν παρά μόνο από τους ιερείς.
Έλεγε τότε ο μακαρίτης ο αφέντης μου: «Αν ο Θεός λυτρώσει την Πόλη, θα τα ξαναφτιάξω προς χάρη του Θεού».
Έγινε καινούρια σύσκεψη να βάλουν φωτιά στα καράβια που είχαν μεταφερθεί στο λιμάνι με κάποιο τέχνασμα, γιατί τα πλοία αυτά προξενούσαν μεγάλη ενόχληση και κίνδυνο στην Πόλη. Βρήκαν, λοιπόν, έναν τρόπο και ανάγγειλαν την απόφαση στο βασιλέα. Ο Ενετός Ιάκωβος Κόκος, άνθρωπος πιο δραστήριος στα έργα παρά στα λόγια, όταν πήρε εντολή να βγάλει πέρα την υπόθεση, άρχισε τη δουλειά του επιτήδεια και ωραία ως εξής: Βρήκε τρία πλοιάρια ταχύπλοα και ευκίνητα, και έβαλε μέσα σαράντα θαρραλέους νέους, μεγαλόψυχους και ανδρείους, Έλληνες και Ιταλούς. Αφού τους έδωσε λεπτομερείς εντολές και αφού τους εξήγησε την τεχνική του υγρού πυρός, τους διέταξε να πάνε νύχτα προς τη μεριά του Γαλατά, και κοντά στην παραλία εκείνη, να πλησιάσουν με τα καράβια και να δράσουν σύμφωνα με το σχέδιο.
Και θα γινόταν, αν δεν έμπαινε εμπόδιο η κακή τύχη. Ήρθαν πολύ επιδέξια, ανέβηκαν στη γέφυρα, πέρασαν και άφησαν εκεί δύο νέους με μια συσκευή, οι οποίοι, όταν σι άλλοι θα πλησίαζαν τα καράβια, θα τους έκαναν σινιάλο, και τότε θα άναβαν με θειάφι το υγρό πυρ, στην κατάλληλη στιγμή. Έφτασαν κοντά στα πλοία, αλλά ο Θεός για τις αμαρτίες μας εμπόδισε την επιχείρηση• ή, από απροσεξία κάποιου από τους νέους εκείνους, ένας υπηρέτης γνωστοποίησε το μυστικό στους αντίπαλους. Αυτοί, έχοντας φρουρούς άγρυπνους και κατάσκοπους, μόλις τους είδαν με συσκευές και πέτρες, βύθισαν με άλλα πλοιάρια ένα από τα πρώτα και συνέλαβαν μερικούς ανθρώπους.
Έτσι οι δικοί μας δεν έκαναν τίποτε άλλο, εκτός από το να κάψουν ένα καράβι, αλλά πλήθος Τούρκοι όρμησαν στη γέφυρα και έσβησαν τη φωτιά. Τους ωραίους και θαυμαστούς εκείνους νέους ο ασεβής αμιράς πρόσταζε να θανατώσουν αλύπητα το πρωί, μπροστά στα ίδια μας τα μάτια. Έγινε μεγάλος θρήνος γι’ αυτούς στην Πόλη και ο βασιλεύς, καταλυπημένος, διέταξε κι αυτός να θανατώσουν επάνω στον πύργο τους Τούρκους αιχμαλώτους. Ήταν οι εκτελεσθέντες Τούρκοι, διακόσιοι εξήντα τον αριθμό, και εξαιτίας αυτού έγιναν σκάνδαλα και ξέσπασε έρις ισχυρή μεταξύ Ενετών και Γενουατών. Έλεγαν οι Γενουάτες και ισχυρίζονταν, ότι είναι πιο έμπειροι από τους Ενετούς σε κάθε περίπτωση, και ο Ιάκωβος Κόκος, λόγω απειρίας, δεν ήξερε τι έκανε, ούτε εκείνος ούτε οι άλλοι Ενετοί σε ό,τι επιχειρούσαν.
Γι’ αυτό το λόγο χάθηκαν και σι σαράντα εκείνοι νέοι, που τόση λύπη κατέλαβε γι’ αυτούς τον κόσμο, και δεν έκαψαν ούτε τα καράβια ούτε τη γέφυρα στο λιμάνι. Ο βασιλεύς, μαθαίνοντας τα γεγονότα, έτρεξε και μίλησε στους Ενετούς και τους Γενουάτες και τους είπε, εκφράζοντας τη λύπη του: «Σας παρακαλώ, αδελφοί, να ειρηνεύσετε. Μας φτάνει ο εξωτερικός πόλεμος• μη σκοτώνεστε αναμεταξύ σας, για το όνομα του Θεού». Τους είπε κι άλλα πολλά, και τους ειρήνευσε.
Ο αμιράς, βλέποντας ότι σε τίποτε δε χρησίμευσε η επιχείρησή μας κατά των πλοίων, και μάλλον μας ζημίωσε, χάρηκε πολύ και είπε σοβαρά και αγέρωχα: «Όσα δεν μπόρεσαν να κάνουν αυτοί, θα τα κάνω εγώ».
Έστησε, λοιπόν, ψηλά στο λόφο του Αγίου Θεοδώρου, στο Γαλατά, μεγάλα βλητικά μηχανήματα για να βυθίσει τα καράβια μας που ήταν στην είσοδο του λιμένα, ή να τα αναγκάσει να φύγουν από εκεί. Αυτά τα έκανε όχι μόνο για την είσοδο του λιμένα, αλλά για να καταστρέψει τα καράβια των Γενουατών, και για να μας αποδείξει ότι είναι ικανός για τα πάντα, και ότι είναι έξυπνος και πολυμήχανος. Βλέποντας οι του Γαλατά ότι ήθελε να καταστρέψει τα καράβια, μαζεύτηκαν και του παρήγγειλαν: «Δεν είναι δίκαιο να καταστρέψεις τα εμπορικά καράβια μας, τα δικά μας και τα γενουατικά, γιατί έχουμε φιλικές σχέσεις μαζί σου». Και αυτός τους έδωσε την απάντηση: «Αυτά τα καράβια δεν είναι εμπορικά, αλλά πειρατικά• και δεν ήρθαν εδώ ως εμπορικά, αλλά για να βοηθήσουν τον εχθρό μας, το βασιλέα. Και εγώ σαν ανοιχτούς εχθρούς θα τους τιμωρήσω• και σεις πηγαίνετε στο καλό, ως φίλοι».
Έβαλε, λοιπόν, μπροστά τη δουλειά και έδωσε σινιάλο• και ο τεχνίτης του πρώτου βλητικού μηχανήματος χτύπησε τη ναυαρχίδα των πλοίων και τη βύθισε. Τα άλλα καράβια, βλέποντας τον κίνδυνο, θέλησαν να ξεφύγουν, και τράβηξαν γρήγορα και αγκυροβόλησαν προς την πλευρά του Γαλατά, για να προστατεύονται από τα ψηλά κτίρια. Αυτός, όμως, μη λογαριάζοντας τίποτε, κατέστρεψε πολλά σπίτια, για να μπορεί να χτυπάει ανεμπόδιστα τα πλοία. Και ήταν να θαυμάζει κανείς• γιατί, ενώ έριξε πάνω από εκατόν τριάντα βολές, δεν επέφερε καμιά επιπλέον βλάβη στα πλοία, ούτε σκότωσε άνθρωπο, εκτός από μια γυναίκα, που σκοτώθηκε από πέτρα που έπεσε από τα τείχη
Για κάμποσες μέρες ο αμιράς δεν ερχόταν σε αποφασιστική ρήξη, όπως συνήθιζε παλιότερα, αλλά έκανε μόνο μακρινούς ακροβολισμούς. Και δεν έπαυε να χτυπάει με τις μηχανές του το τείχος δυνατά, μέρα και νύχτα. Μερικοί, που δεν ήταν και τόσο έμπειροι από πόλεμο, βλέποντας ότι δε γίνονταν συμπλοκές, άφηναν τα πόστα τους και πήγαιναν στα σπίτια τους. Οι Τούρκοι, βρίσκοντας ευκαιρία, τα γεμάτα χώμα κοφίνια που σχημάτιζαν σε μερικές τοποθεσίες ανάχωμα, και που χρησίμευαν για την προστασία των ανθρώπων στις συμπλοκές, με σιδερένια νύχια, δηλαδή αγκίστρια, τα έσερναν κάτω. Οι δήμαρχοι τα επισκεύαζαν αμέσως.
Μαθαίνοντας ο αυτοκράτορας από το στρατηγό ότι γινόταν αυτό που περιγράψαμε, φοβέρισε αυτούς που φέρονταν τόσο επιπόλαια, αλλ’ αυτοί αποκρίθηκαν ότι επειδή δεν έχουν να φάνε και να πιουν τα παιδιά τους και οι γυναίκες τους, γι’ αυτό εγκατέλειπαν τις θέσεις τους. Ακούγοντάς το ο βασιλεύς καθόρισε ότι όσοι δεν μπορούσαν να πολεμήσουν λόγω γήρατος ή για άλλη αιτία, να μοιράζουν στα σπίτια και τους πύργους τα ψωμιά και τα άλλα τρόφιμα, σύμφωνα με την αναλογία του καθενός.
Ο πόλεμος δυνάμωνε μέρα με την μέρα, επειδή οι αντίπαλοι έφερναν συνεχώς νέο στρατό από την Ασία Ο δικός μας εφοδιασμός λιγόστευε και κοβόταν σαν το φεγγάρι στη χάση του, επειδή και καθημερινά είχαμε θανάτους. Μερικοί δικοί μας, απείθαρχοι και μισάνθρωποι, βλέποντας να λιγοστεύει η δύναμή μας, βρήκαν τον καιρό και την πονηρή όρεξη και έκαναν κάθε μέρα καβγάδες και φασαρίες, και βρίζανε και κορόιδευαν στους δρόμους και τις πλατείες της Πόλεως το δυστυχή βασιλέα• και έχυναν αληθινό οχετό εναντίον του και εναντίον των άλλων αρχόντων από το βρομόστομά τους, χωρίς να φοβούνται ούτε το Θεό ούτε το βασιλέα, ή να ντρέπονται τους ανθρώπους.
Ο άκακος βασιλεύς, μιμούμενος τα λόγια του Δαβίδ, έλεγε: «Εγώ δεν ακούω, σαν να είμαι κουφός, και έχω γίνει άλαλος• και έγινα άνθρωπος που δεν ακούει και δεν έχει απάντηση στο στόμα του, γιατί οι εχθροί μου ζουν και είναι δυνατότεροί μου, γιατί έχουν πληθύνει όσοι με μισούν άδικα».
Μερικοί τον πλησίαζαν και του έλεγαν ότι ο δείνα και ο δείνα είπαν αυτό και εκείνο, κι άλλους τους άκουγε μόνος του στο δρόμο. Και πραγματώθηκε για μας το ρητό που λέει: «Όλοι οι άνθρωποι είναι φίλοι στους ευτυχείς, ενώ στους δυστυχείς ούτε ο ίδιος ο γονιός τους».
Στις 24 Μαΐου ψιθυρίστηκε ότι ο αμιράς πήρε την απόφαση να μας πολεμήσει σφοδρά στις 29 του ίδιου μήνα, από ξηρά και θάλασσα, δημιουργώντας συμπλοκές και συρράξεις. Όλοι οι στρατηγοί και οι δήμαρχοι, και Ιδιαίτερα ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, δεν έπαυαν να μεταχειρίζονται κάθε τέχνασμα για την απόκρουση του αντιπάλου, και όλη τη νύχτα με κάθε τρόπο διόρθωναν τα τείχη που είχαν γκρεμιστεί από τα βλητικά μηχανήματα. Ο Ιουστινιάνης τότε έστειλε προς το μέγα δούκα Νοταρά και του ζητούσε να του απο
Radical30 World :: Περιεχόμενα :: κλικ > Το Blog/Forum Radical World - Περιεχόμενα :: ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - ΤΕΧΝΗ :: Πολιτιστικά - Ιστορικά
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Κυρ 06 Μαρ 2016, 12:59 από radical30
» Forsaken-2015 ******
Δευ 22 Φεβ 2016, 10:13 από radical30
» The First Grader *******
Δευ 08 Φεβ 2016, 13:05 από radical30
» Περί των "Κοινών Αγαθών"
Παρ 05 Φεβ 2016, 02:20 από radical30
» Ο δικός μου "χιονάνθρωπος"
Τετ 03 Φεβ 2016, 06:11 από radical30
» Δημήτρης Βαρδαβάς
Τετ 03 Φεβ 2016, 04:52 από radical30
» Η "Νονά"
Σαβ 23 Ιαν 2016, 06:11 από radical30